γεράκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεράκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεράκι τό, γεράκιν Κύπρ. Πόντ (Κερασ.) γεράκι κοιν. καὶ ’Απουλ. (Στερνατ.) γεράκ’ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) γιρά’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γεράτσιν Χίος (Πισπιλ.) γεράτσι Αἴγιν. Εὔβ. (Βρύσ. Κουρ. Κύμ. ’Οξύλ. Ὄρ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Κάμπ. Λακων.) γεράτσ’ Στερελλ. (Δεσφ.) γιράτσ’ Ἄνδρ. (Κόρθ.) Λέσβ. Στερελλ. (’Αράχ.) γεράϊ ’Απουλ. (Καλημ. Μαρτᾶν.) ’εράκιν ’Ικαρ. ᾽εράκι Κάρπ. γελάκι ’Απουλ. (Στερνατ.) ἀγεράκιν Ρόδ. ἀγεράκι ’Απουλ. (Κοριλ.) Θήρ. Κρήτ. Λέρ. Πελοπν. (’Ολυμπ.) Σύμ. Τῆλ. ἀγεράτσι Ἴος Μεγίστ ἀγερά’ Προπ. (᾽Αρτάκ.) Σάμ. ἀγιρά’ Θεσσ. (Καρδίτσ.) Λέσβ. Σάμ. ἀγεράι ᾽Απουλ. (Μαρτ. Τσολλῖν.) ἀgιˬεράκι ᾿Απουλ. (Καστριν.) ἀεράκιν ’Ικαρ. ἀεράκι Κάρπ. Κύθν. Νάξ. Νίσυρ. Ρόδ. Τῆλ. Σύμ. Σχινοῦσ. ἀεράτσι Κάλυμν. Μεγίστ. ἀιρά’ Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. Ψαχν.) γιˬαρά’ Θεσσ. γιˬαλάκι ᾽Απουλ. (Στερνατ.) γιˬά’ Σαμοθρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Βυζαντ. οὐσ. γεράκιν, ὃ ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. ἱεράκιον ὑποκ. τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἱέραξ. Διὰ τὸν τύπ. γιˬά’ πβ. Ν.᾽Ανδριώτ., ᾿Αρχ. Θρακ. Θησ. 6 (1939/1940), 163. Ὁ τύπ. γεράκι καὶ παρ’ Ἐρωτοκρ. Α108 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ., σ. 5) «μὲ τὰ γεράκιˬα καὶ σκυλλιˬά, σὰν ἦτον κυνηγάρης».
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Τὸ πτηνὸν ἱέραξ (falco tinnunculus), τῆς οἰκογ. τῶν ἱερακιδῶν (falconidae), τοῦ γένους τῶν ἁρπακτικῶν (rapaceae) κοιν. καὶ ᾽Απουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτᾶν. Στερνατ.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): Τὸ γεράκι μᾶς ἔφαγε τὶς κόττες κοιν. ’Επέρασ’ ἕνα γεράκι κ’ ἐβούτηξε τὶ’ κόττες Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τοὺ γιρά’ μ᾽ ἅρπαξιν μιὰ π᾿λλαδούλα Μακεδ. (’Αρκοχώρ.) Ἦρθι σήμιρα τοὺ γιρά᾿ κὶ μὶ πῆρι μνιˬὰ οὐρνίθα Μακεδ. (Κοζ.) Τοὺ γιρά’ μουτάρ’ ’ς τσὶ κόττες, εἶν’ π’λλὶ ριχτὸ Στερελλ. (Γαλαξ.) Πάλι μᾶς βιζιτάρησε τὸ γεράκι καὶ μᾶς πῆρε μιˬὰ κόττα ’Ιθάκ. Πέρασ’ ἕνα γεράκι καὶ μᾶς ἐπῆρε τὸ gόκορο ᾽Οθων. Τοὺ γιρά’ ἔρχιτι κὶ χαb’λώ’ κὶ παίρ’ τ᾿ς κόττις Ἤπ. (Καταρρ.) Φέτου ἔ᾽ πουλλὰ γιράκια κὶ τὶς ρήμαξαν τὶς οὐρνίθις ἀπ’ τὰ μούλκιˬα (μούλκιˬα=κτήματα) Μακεδ. (Νάουσ.) Ἕν’ ἀγεράτσι τσ’νηγοῦσε τ᾿ς κόττες Σκῦρ. Τὰ γεράκιˬα τά ’χουμε ’ς τὸ χωριˬό μας οὑλοχρονικοῦ Πελοπν. (Παιδεμ.) Ἔπεσε τὸ γεράκι ’ς τὶς κόττες καὶ ’ς τὰ πουλλιˬὰ καὶ ἤτανε οὕλα καταθροϊσμένα Πελοπν. (Βερεστ.) Ἄρκον γεράκιν (ἄγριον γεράκι) Κύπρ. Ἔστειλα τὰ παιδία σας κάτω νὰ χουγιˬάξουνε τὰ γεράτσα, νὰ μὴ μοῦ πάρουνε τὰ πουία μου Πελοπν. (Ξεχώρ.) ’Εβούττησεν τ᾽ ἀεράκι ’ς τὲς ποῦλ-λdες Ρόδ. Ἔφαέμ μας τὴν ὄρνιθάμ μας τὸ ἀεράκι Σύμ. Γιὰ ’ὲ τὸ γεράτσιν τὶ οῆς ἢν-νοιξεν τὲς φτεροῦ'ες του ταὶ ζυάζεται ψηὰ ψηὰ ᾽ς ἕναμ μέρος στέτσει Χίος (Πισπιλ.) Ἡ bιbίκα τοῦ γερακιοῦ εἶναι κατσουνωτὴ (bιbίκα=τὸ ράμφος, κατσουνωτὴ=γαμψή, κυρτὴ) Κρήτ. (’Αβδοῦ). ’Εγίνην ἡ κόρη ἕναμ bελιστέρι g᾽ ἔκοψεν ἀομέσα ’πὸ τὸ σπίτι g᾽ ἐgίνη gιˬ ὁ ἀράπης ἕναν ἀεράκι g’ ἐκυνήαd dὸ πελιστέριν (ἔκοψεν=ἔφυγεν, ἀομέσα=ἀπὸ μέσα) Σύμ. ’Ερρίχτηκε σὰ γεράκι (ὥρμησε) Πελοπν. (’Αρκαδ.) || Φρ. Νὰ σὶ φάῃ τοὺ γιρά’ (ἀρὰ πρὸς ὄρνιθα) Ἁλόνν. Γεράκι κακὸ νὰ τὶς φάῃ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Νὰ τὶς σηκώσῃ τὸ γεράκι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. (Τσαμαντ.) -Εἶμαι γέρος- Γεράκιˬα νὰ σὲ φᾶνε (ἀντιλαβή. ἀρὰ) Πελοπν. (’Αρκαδ.) || Παροιμ. ’Σ τοῦ γερακιˬῶνε τσὶ φωλιˬὲς κουνάδιˬα δὲ bατοῦνε (τούς ἀξίους καὶ ἰσχυροὺς οὐδεὶς δύναται νὰ προσβάλῃ) Κεφαλλ. (Σάμ.) || ᾌσμ. Ξενιτεμένο μου πουλλὶ τσ’ ὁλόχρυσο γεράτσι, τὰ ξένα σὲ χαιρόdουνε τσ’ ἐγὼ πίνω φαρμάτσι Μέγαρ. Νεραϊδοποταμίδα μου, μὴ gελαϊδῇς ’ς τὰ ρυˬάκιˬα, γιˬατὶ σ’ ἐτριγυρίσανε πολλῶ λογιˬῶ γεράκιˬα Κρήτ. Σὰν τοὺ γιράκι θὰ χυθῶ μέσα ’ς τὴν κάμαρά σου, νὰ σοῦ φιλήσου τὴν ἰλιˬὰ πὄχεις ’ς τὰ μάγουλά σου Λέσβ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. ’Ιδ. Πουλολόγ. στ. 357 (ἔκδ. GWagner, σ. 190) «κιˬ ὁ λοῦπος ἐπεχείρησεν ὑβρίζειν τὸ γεράκιν». Συνών. ’Αερογάμης, ἀερογάμι, ἀνεμοπούλλι, ἀστοχογερακῖνα, βάρβακας, βαρβάκι, βαρβακῖνα, γερακάκι, γέρακας, γερακῖνα, γερακίνι, γερακινόπουλο, γερακόπουλο, δουγάνι, ζάγανος, κιρκινέζι, λούπης, ξεφτέρι, περδικογέρακας, περδικογέρακο, περδικολόγος, πετρίτης, πετρογέρακας, πετρογερακάκι, σαΐνι, σπιζιˬός, τσίφτης, τσιχλογέρακο, φαλκογέρακο, φαλκόνι, φάλκος, φιλαδέρφι, φιλάδερφος, χιλιάδερφος. 2) Τὸ πτηνὸν ἰκτῖνος ὁ βασιλικὸς (milvus regalis) ἐνιαχ. 3) Τὸ πτηνὸν ἱέραξ ὁ ἐρυθρόχρους (falco naumanni), ὅστις ἐμφωλεύει εἰς τὰς στέγας τῶν οἰκιῶν ἢ καὶ εἰς ὀπὰς τοίχων Μακεδ. (Χαλκιδ.) Προπ. (᾽Αρτάκ.) Συνών. κιρκινέζι. 4) Τὸ πτηνὸν γλάρος Ἰων. (Ἔφεσ.) Β) Μεταφ. 1) Ὁ ὠκύπους, ὁ γοργοπόδαρος ἐπὶ ζῴων ἢ ἀνθρώπων Εὔβ. (Ἄκρ.) Μεγίστ.: Ἔκαμι πέρα... ἀιρά’ εἶ᾽ Ἄκρ. ’Αεράτσιν εἶναι Μεγίστ. 2) Ὁ ἀπηλλαγμένος φροντίδων, ἀμέριμνος, ἐλεύθερος, ὁ μὴ ἐρωτευμένος Μεγίστ.: ᾎσμ. ’Αλλοίμονον καὶ πάλ’ ἀλλοὶ καὶ πάλ’ ἀλλοιμονάκι, νὰ μ’ ἔλειπεν τ᾿ ἀλλοίμονον, θὲ νά ’μουν ἀγεράκι 3) Ὁ στρατιώτης, χωροφύλαξ, ἡ μεταφορὰ ἐκ τῆς χρήσεως τοῦ ἱέρακος κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους ὡς κυνηγετικοῦ πτηνοῦ Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Πόντ. (Τραπ.) : ᾎσμ. Νὲ Πόρφυρα, νὲ Πόρφυρα, βαρέα μὴ καυκᾶσαι, ὁ βασιλς γεράκιˬα ἔ. θὰ στείλ’ καὶ κυηγεύ’ σε (νέ=ἐπιφών. κλητικόν.) Τραπ. 4) Εἶδος παιδιᾶς, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁμὰς παιδίων, παριστῶντων «τὰ κλωσσόπουλα», τίθεται ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ μεγαλυτέρου, ὑποδυομένου την «κλῶσσαν». Ἕτερα δύο, ὑποδυόμενα τὸ «γεράκι» καὶ τὴν «γερακίναν» κρύπτονται. Αἴφνης ἐφορμᾷ τὸ «γεράκι» καί, κατόπιν μάχης μὲ τὴν κλῶσσαν, κατορθώνει νὰ ἁρπάξῃ ἓν πρὸς ἓν τὰ κλωσσόπουλά της, τὰ ὁποῖα μεταφέρει εἰς τὴν «γερακίναν» πρὸς φύλαξιν. Ἡ κλῶσσα μετὰ τὴν ἁρπαγὴν καὶ τοῦ τελευταίου μεταβαίνει καὶ παρακαλεῖ τὸ «γεράκι» νὰ τῆς ἀποδώσῃ τὰ πουλλιά της. Τοῦτο κατ’ ἀρχὰς ἀρνεῖται καὶ ἐπιδεικνύει ἄλλα πουλλιˬὰ εἰς τὴν κλῶσσαν, ἀλλὰ τέλος κάμπτεται διὰ τῶν παρακλήσεών της καὶ παραδίδει τὰ κλωσσόπουλα εἰς κακὴν κατάστασιν. Ἡ παιδιὰ ἐπαναρχίζει κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον Κεφαλλ. (Μεταξᾶτ.) Πέλοπν. (Γορτυν. Κυνουρ. Περιθώρ.) Ἡ παιδιὰ ἑν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. 5) Τὸ φυτὸν ἱεράκιον τὸ Ἑλληνικὸν (hieracium graecum), τῆς οἰκογ. τῶν συνθέτων (compositae) ὁ ὀπὸς τοῦ ὁποίου, ὡς πιστεύεται, ἐνισχύει τὴν ὅρασιν. πιθανὸν τὸ ἱεράκιον τὸ μικρὸν τοῦ Διοσκορ. (Ὕλ. ἰατρ. 3,64) Λεξ. Βλαστ. 452. Συνών. γερακιˬὰ 3, γερακοβότανο, γερακόχορτο. 6) Ἡ χειρολαβὴ τοῦ ἀρότρου Λῆμν.: Τοὺ γιρά’ ἔι τοὺ χέρ’ τοῦ ἀλιτρόχειρ’. Συνών. ἐν λ. ἀλετροκράτημα. 7) ᾿Εξαρτήματα τοῦ μαγγάνου, ὀργάνου δι’ οὗ ἀντλεῖται τὸ ὕδωρ ἐκ τῶν φρεάτων Λεξ. Βλαστ. 294. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γεράκι Εὔβ. Θεσσ. Κρήτ. (Ἡράκλ.) Μακεδ. Πελοπν. (Ἦλ. Λακων.) Τῆλ. Γεράτσι Εὔβ. (Κονίστρ.) Γιρά’ Ἁλόνν. ’Εράκι Κάρπ. ’Αεράκι Λειψ. ᾽Αεράτσι Κάλυμν. Τὸ Λαγκάι τ᾽ ’Αερατσιˬοῦ Κάλυμν. Τ᾽ Αερακιˬοῦ τὸ Κρεμ-μαρούλ-λι Τῆλ. Γεράκιˬα ἡ, Τῆλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA