ἀχαμνεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχαμνεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχαμνεύω Πελοπν. (Μάν.) - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχαμνός.
Σημασιολογία
Καθιστῶ τι ἀχαμνόν, ἀδύνατον ἔνθ’ ἀν.: Τὸν ἀχάμνεψε ἡ πεῖνα Μάν. Μὲ τὸν ἀσβέστη ποῦ ᾽βανες ἀχάμνεψες τὸ κλῆμα Λεξ. Δημητρ. Καὶ ἀμετβ. ἀδυνατίζω, ἀπισχναίνομαι. Πελοπν. (Μάν.): Τὰ πρόβατα ὅσο πάνε κιˬ ἀχαμνεύουνε. Πβ. ἀχαμνένω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA