βουρτσόξυλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρτσόξυλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουρτσόξυλο τό, Λευκ. -Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 287 Δημητρ. βουρτσόξ’λου Θεσσ. (Δερελ.) Στερελλ.(Αἰτωλ. ᾿Αρτοτ. Λεπεν.) βουρτσόυλο Ἤπ. (Πρέβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βούρτσα καὶ ξύλο.

Σημασιολογία

1) Ξύλον εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ὁποίου προσαρμόζεται ἡ βούρτσα Λεξ. Δημητρ. 2) Ξύλον μὲ δίσκον τρυπητὸν προσηρμοσμένον κατὰ τὸ ἕνα ἄκρον, διὰ τοῦ ὁποίου κτυποῦν ἐντὸς εἰδικοῦ δοχείου τὸ γάλα πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ βουτύρου ἔνθ᾽ ἀν. : Τοὺ γάλα τοὺ κουπανᾶν᾿ς τὴ βούρτσα μὶ τοὺ βουρτσόξ’λου Αἰτωλ. Συνών. βούρτσα 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/