ἀχάμνητα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχάμνητα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀχάμνητα ἡ, Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀχαμνὸς καὶ τῆς καταλ. –ητα.
Σημασιολογία
᾿Αδυναμία, ἀτονία, ἰσχνότης. Συνών. ἀδυναμία 1, ἀδυνασιˬὰ 1, ἀδυνατία 1, ἀχάμνια 1, ἀχαμνίλα 1, ἀχάμνισι 1, ἀχάμνισμα 3, ἀχαμνισμός, ἀχαμνοσύνη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA