ἀχάμνιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχάμνιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀχάμνιˬα ἡ, χαμνία Πόντ. (᾽Αμισ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀχάμνιˬα Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Πρέβ.) Θήρ. Κέρκ. Μῆλ. Πελοπν. (᾿Ανδροῦσ. ᾿Αρκαδ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Μάν. Μεσσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ναύπακτ.) κ.ἀ. - ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,59 - Λεξ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ. ἀχαμνιˬὰ Λέσβ. (᾿Αγιάσ.) Πελοπν. (Τρίκκ.) - Λεξ. Μπριγκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχαμνός. Τύπ. ἀχαμνία παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) ᾽Ατονία, ἀδυναμία, ἰσχνότης Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Πρέβ.) Θήρ. Κέρκ. Λέσβ. (᾽Αγιάσ.) Μῆλ. Πελοπν. (᾿Ανδροῦσ. ’Αρκαδ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Μάν. Μεσσ. Τρίκκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ναύπακτ.) - ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. - Λεξ. Μπριγκ. ΜἘγχυκλ. Δημητρ.: ᾿Απ᾿τὴν ἀχάμνιˬα κοντεύει νὰ ψοφήσῃ Μεσσ. Δὲ μπουρεῖ νὰ πιρπατήσ’ ἀπ᾿ τ᾿ν ἀχάμνιˬα Ναύπακτ. ᾿Πι᾿ τ᾽ν ἀχαμνιˬὰ ’γοῦσαν τὰ γόνατα d’ ᾿Αγιάσ. Στέκει δὲ στέκει ἀπὸ τὴν ἀχάμνιˬα Μῆλ. Ἡ ἀχάμνιˬα τοῦ προσώπ' σ’ μ᾿ λέει τ’ν ἀρρώστιˬα σ᾿ Ζαγόρ. Ἤτανε οὕλο ἀχαμνιˬά τὸ κρεˬὰς Τρίκκ. || Γνωμ. Ἡ ἀρρώστιˬα φέρνει τὴν ἀχαμνιˬά κ᾿ ἡ ἀχαμνιˬά τὴν ἀρρώστιˬα Λεξ. Δημητρ. || Ποίημ. Τραυίξου κρύψε τα ᾽κεῖνα τὰ χέριˬα, ἀπ᾿ τὴν ἀχάμνιˬα τους λές κ᾿ εἶν᾽ μαχαίριˬα ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀχάμνητα. 2) Ἡ νόσος τῦφος Πόντ. (’Αμισ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Επίασεν ἀτον ἡ χαμνία Κοτύωρ. Χαλδ. Ἑπιάστα ἀσ’ σὴ χαμνίαν Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA