γερακοβότανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερακοβότανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γερακοβότανο τό, ἀμάρτ. γιρακουβότανου Θρᾴκ. (Αἶν. )

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γεράκι καὶ βότανο. Πβ. τὰ ἀνάλογα μυρμηκοβότανο, χελωνοβότανο κ.ἄ.

Σημασιολογία

Γεράκι 5β, ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/