ἀργώρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργώρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀργώρα ἡ, Σάμ. Σίφν. Χίος -Λεξ. Λάουνδ. ἀργούρα Ἰκαρ. Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργὸς καὶ τοῦ οὐσ. ὥρα. ᾿Ιδ. Κορ. Πλουταρχ. Βίοι παράλλ. 3, λστ΄ Πβ. Ἄτ. 5,22. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἀργούρα κατὰ τὰ λοιπὰ εἰς -ούρα ὀν.
Σημασιολογία
1) Βραδύτης, ἀργοπορία ’Ικαρ. Σάμ. Σίφν. Χίος -Λεξ. Λάουνδ.: Κάτσε νὰ φάς, πάς εἶναι ἀργώρα; (δὲν θὰ βράδυνῃς) Σίφν. Δὲν τό ’χει ἀργώρα νὰ μᾶς ἔρτῃ (δὲν θὰ βραδύνῃ νὰ μᾶς ἔλθῃ) Χίος. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄργημα. β) Μετων. γυνὴ ἀργοποροῦσα, βραδύνουσα εἰς τὰς ἐργασίας της Ἰκαρ. 2) Κόπος, μόχθος ’Ικαρ. Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA