ἀργῶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργῶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀργῶς ἐπίρρ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ) ἀγρῶς Πόντ. (Κερασ. Κολων. Χαλδ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπιρρ ἀργῶς=ἀμελῶς, νωθρῶς. Πβ. Ξενοφ. Ἀπομν. 2,4,7 «τοῦ παμφορωτάτου κτήματος, ὃ καλεῖται φίλος, ἀργῶς καὶ ἀνειμένως οἱ πλεῖστοι ἐπιμέλονται».

Σημασιολογία

εῖται φίλος, ἀργῶς καὶ ἀνειμένως οἱ πλεῖστοι ἐπιμέλονται». 1) Ἄνευ σπουδῆς, ἄνευ ταχύτητος, βραδέως ἔνθ. ἀν.: Δουλεύω-πορπατῶ ἀργῶς Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. Ἀργῶς ἀργῶς συντέσον (ὡμίλει) Τραπ. Ἀργῶς γίνεται ἡ δουλεία Χαλδ. 2) Μετὰ πάροδον χρόνου, οὐχὶ ἐγκαίρως ἔνθ.’ ἀν.: Κοιμοῦμαι-σ᾽κοῦμαι ἀργῶς Τραπ. Χαλδ. Ἔρθα ἀργῶς ἀσ’ σὴ δουλείαν αὐτόθ. || Φρ. Ἀργῶς κιˬ ἀπαργῶς (πολὺ ἀργά, ἐξώρας) Κερας. Τραπ. Χαλδ. || Παροιμ. φρ. Ἀργῶς ἐπῆγες! (πρὸς πρόσωπον τοῦ ὁποίου μᾶς εἶναι ὀχληρὰ ἡ παρουσία=εἴθε νὰ ἔφευγες ἐνωρίτερα!) Χαλδ. Μ’ ἐληγορῇς καὶ πᾶς ἀργῶς (μὴ βιάζεσαι καὶ πᾶς ἀργά. Μετ’ ἀστεϊσμοῦ πρὸς τὸν βιαζόμενον ν᾿ ἀπέλθῃ) Τραπ. Ἀγρῶς ἔρθες κιˬ ὀλήγορα ἔμαθες (πρὸς τὸν ταχέως ἐξοικειωθέντα πρὸς τὰς συνηθείας ἄλλων) Κερασ. Πβ. ἀργά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/