γερακομύτη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερακομύτη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γερακομύτη ἡ, Π. Βλαστ., Κριτικ. Ταξίδ., 32 γιρακουμύτ’ Στερελλ. (Παρνασσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γεράκι καὶ μύτη.

Σημασιολογία

Μύτη ὁμοία πρὸς τὴν τοῦ ἱέρακος, κυρτὴ, γαμψὴ ἔνθ’ ἀν.: Ποτάμι ἔσταζε τὸ νερὸ ἀπὸ τὴ γερακομύτη (τοῦ δούλου) Π. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/