γερακοπλούμιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερακοπλούμιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γερακόπλουμος ἐπίθ. Κύπρ. - Δ.Λιπέρτ., Τζιυπρ. Τραούδ., 110 - Λεξ. Βλαστ. 130 Πρω.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γεράκι καὶ πλουμί.
Σημασιολογία
1) Γερακοπλούμιστος, ὃ ἰδ., Λεξ. Πρω. 2) Ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ ἱέρακος Κύπρ. - Δ.Λιπέρτ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν.: Γερακόπλουμα μάτιˬα Λεξ. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. ’Αμ-μάδιˬα γερακόπλουμα, φρύδιˬα καμαρωμένα, κάτσετε νὰ κεντήσουμε τοῦ Χάρου τὸ μαντήλιν Κύπρ. Συνών. ἐν λ. γερακωτός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA