γερακόπουλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερακόπουλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γερακόπουλο τό, γερακόπουλον Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) γερακόπουλο Ἰων. (Κρήν.) - Γ.Βλαχογιάνν., Μεγάλ. Χρόν., 5 γερακόπ’λο Πελοπν. (Χατζ.) γιˬαρακόπ’λου Ἤπ. (᾿Ιωάνν.) ἀρακόπουλο Θήρ. γερακοπούλιν Πόντ. (Κερασ. Τρίπ.) γερακοπούλι Λεξ. Γαζ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γεράκι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -πουλο, δι᾽ ἣν ἰδ. –πουλος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μικρὸς ἱέραξ, νεογνὸν ἱέρακος Ἰων. (Κρήν.) Πελοπν. (Χατζ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Τρίπ.) - Γ.Βλαχογιάνν., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Γαζ.: Χαρὰ ᾿ς τὸ γερακόπουλο, ποὺ ξέρει νὰ ζυγιάζῃ ἀπὸ ψηλά. Γ.Βλαχογιάνν., ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. ’Αιˬτόντζ ἐπεριπέτανεν ψηλὰ ’ς σὰ ἐπουράν ἐκράν’νεν καὶ ’ς σὰ νυ ’του παλληκαρί’ βραόναν, ἔρται καὶ γερακόπουλον παρακαλεῖ καὶ λέει (ἐκράν’νεν = ἐκράτει) Κερασ. Τραπ. 2) Εἶδος μικροῦ στρουθίου Θήρ. Συνών. τσιροπούλι. 3) Μεταφ. εἶδος ἁλιευτικοῦ δικτύου Ἤπ. (᾽Ιωάνν.): Τοὺ γιˬαρακόπ’λου πιά’ μιγάλα ψάριˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/