γερακότσιχλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερακότσιχλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γερακότσιχλα ἡ, Ἄνδρ. (Γαύρ.) ᾽Αττικ. Θεσσ. (Πήλ.) Κρήτ. (’Ενν. Χωρ κ.ἀ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Μεσσ. Μεγαλόπ.) Σῦρ. - Δ.Λουκόπ., Νεοελλην. Μυθολ., 149. γερακότσικλα Κεφαλλ. Κύθηρ. Μῆλ. ἀρακότσιχλα Θήρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γεράκι καὶ τσίχλα.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἀποδημητικὸν πτηνὸν κίχλη ἡ ἰξοβόρος (turdus viscivorus), τῆς οἰκογ. κοσσυφιδῶν (turdidae) Ἄνδρ. (Γαύρ.) ’Αττικ. Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Μῆλ. Πελοπν. (Μεγαλόπ.) Σῦρ. - Δ.Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. δεντρότσιχλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/