γερακούλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερακούλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γερακούλι τό, Κέρκ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Καρδαμ.) γερκούλι Πελοπν. (Ξεχώρ. Σαηδόν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεράκι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ούλι.

Σημασιολογία

Τὸ πτηνὸν ἱέραξ ὁ ἐρυθρόπους (falco vespertinus), τῆς οἰκογ. τῶν ἱερακιδῶν (falconidae) ἔνθ’ ἀν.: Τὰ γερακούλιˬα μοῦ φάγανε τὶς καλύτερες κοτταρίτσες μου Καρδαμ. Γιˬὰ τσοίτα πῶς ζυγιˬάζεται τσεῖνο τὸ γερακούι. Θὰ βουτήξῃ κἀνένα πουὶ Ξεχώρ. Δὲ dὸ χωνεύω νὰ μοῦ φάῃ τὴ bουλατσίδα τὸ γερακούι αὐτόθ. Συνών. γερακούλα καὶ ἐν λ. ἀνεμογάμης 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/