γερακοφωλιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερακοφωλιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γερακοφωλιˬὰ ἡ, Παξ. Σκῦρ. γερακοφουλιˬὰ Πελοπν. (Γαργαλ. Κίτ. Μάν. Μεσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γεράκι καὶ φωλιˬά.

Σημασιολογία

1) Ἡ φωλεὰ τοῦ ἱέρακος ἔνθ’ ἀν. Συνών. γερακιˬὰ 1. 2) Ὑψηλὸς καὶ ἀπομεμονωμένος τόπος Παξ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γερακοφωλιˬὰ Ἤπ. (Κόνιτσ.) Πελοπν. (’Αράχ.) Γιρακουφουλιˬὰ Μακεδ. (Γρεβεν. Χαλκιδ.) Γιρουκουφουλιˬὰ Μακεδ. (’Εράτυρ.) Γερακοφουλιˬὲς Κύπρ. Γερακουφαλιˬὰ Ἤπ. (Πωγών.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/