γεράματα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεράματα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεράματα τά, γέραμαν Πόντ. (Κερασ. Νικόπ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) γέραμα Τσακων. - Λεξ. Κίνδ. Κορ., Ἄτακτ. 2, 91 γίραμα Θρᾴκ. (Μαρών.) γέρασμαν Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) γέρασμα Πόντ. (Οἰν.) γεράματα κοιν. γιράματα κοιν. βορ. ἰδιωμ. ᾽ιράματα Μακεδ. (Σιάτ.) ᾽εράματα Κάρπ. Μεγίστ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) γεράσματα Καππ. (Σίλ.) Κίμωλ. Πόντ. (Χαλδ.) γιˬοράματα Κύθν. (Δρυοπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γερῶ, δι’ ὃ ἰδ. γερνῶ. Ὁ τύπ. γίραμα ἐκ τοῦ πληθ. γιράματα. Ὁ τύπ. γέρασμα κατ’ἐπίδρασιν τοῦ ρ. γεράζω, ὃ παρὰ τὸ γερνῶ.
Σημασιολογία
Τὸ γῆρας, ἡ γεροντικὴ ἡλικία, κοιν. καὶ Καππ. (Σίλ.) Πόντ. (Κερασ. Νικόπ. Οἰν. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Τὸν πῆραν τὰ γεράματα. Ἔχει καλὰ - κακὰ γεράματα κοιν. ’Απ’ τοὺ γίραμα δὲ bουρεῖ νὰ σαλέψ’ Θρᾴκ. (Μαρών.) Κοίταξι νὰ μαζώ’ς γιˬὰ τὰ γιράματά σ’ Μακεδ. (Βογατσ.) Νὰ παdρευτῇς, νά ’χῃς κἄποια νὰ σὲ κολοπαννίσῃ ’ς τὰ γεράματα (νὰ σὲ κολοπαννίσῃ = νὰ σὲ περιποιηθῇ) Πελοπν. (Βαλτεσιν.) Δὲν ἔχου γιράματα᾿ π’δί μ’, ἄλλου βάσανου ἔχου Στερελλ. (’Αχυρ.) Θὰ τὸ κρατήσω τοῦτο τὸ χωράφι γιˬὰ τὰ γεράματά μου Πελοπν. (Πυλ.) ’Πὸ τὴν μιˬὰν τὸ κρασὶν, ’πὸ τὴν ἄλ-λην τὰ γεράματα, ἀποβλακώθηκεν τέλεια Κύπρ. (Αἰγιαλ.) Τώρα ’ς τὰ γεράματα ὅλο μὲ θεοτικὰ καταγίνεται Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) ’Σ αὐτὸν θ’ ἀποκουμπήσ’ ’ς τὰ γιράματα Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἔχου ἀπουκούμπ’ γιˬὰ τὰ γιράματα Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Δὲν ἔχει διˬὸς καὶ λαβαίνει κακὰ γεράματα (διˬὸς = βιˬός, περιουσίαν) ’Οθων. Μὴ dοῦ δώσετε ὅ,τι ὅρος κιˬ ἂν ἔχετε. Νὰ κρατήξετε κἄτι τις γιˬὰ τὰ ’εράματά σας (ὅρος = πράγματα κινητὰ καὶ ἀκίνητα) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Μὶ πουνᾶν τὰ πουδάριˬα μ’. Ἦρθαν τὰ γιράματα Ἤπ. (Πλάκ.) Τώρα ’ς τὰ γεράματα οὔτε σπέρνω οὔτε θερίζω Κίμωλ. Τὰ γεράματα δὲν εἶναι καλά, βωλοσέρνουνε πολλὰ κακὰ Κύθηρ. Ποῦ μυˬαλό! τώρα λέπ’ς· γιράματα! Στερελλ. (Παρνασσ.) || Φρ. Καλὰ γεράματα (εὐχὴ) κοιν. Νὰ ζήῃς κὶ καλὰ γιράματα (εὐχὴ) Μακεδ. (Καταφύγ.) Καλὰ γεράματα καὶ χαϊδέμενα νιˬᾶτα (ἐπὶ συνομιλητοῦ μὴ σοβαρολογοῦντος) Πελοπν. (Κοπανάκ.) Τραύα, γέρου διˬάβουλι, τώρα ’ς τὰ γιράματα (ἡ φρ. λέγεται ὑπὸ γερόντων μεμψιμοιρούντων δι’ ἀτυχίαν τινὰ ἤ ὑπὸ νέων σκωπτώντων τοὺς γέροντας) Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) || Παροιμ. φρ. Δὲ dαγιˬαdῶ δυˬὸ πράματα, | τὴ φτώχε͜ια, τὰ γεράματα (dαγιˬαdῶ = ὑποφέρω. ἡ πενία καὶ τὸ γῆρας εἶναι δυσβάστακτα) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) ᾿Ανάθεμα δυˬὸ πράματα | τὴ φτώχε͜ια, τὰ γεράματα (συνών. τῆ προηγουμένῃ) Κρήτ. (Μόδ.) Διὰ τὴν σημασ. πβ. Πλάτ., Πολιτείαν Α, 1, 330α «εὖ ἔχει ὁ αὐτὸς λόγος, ὅτι οὔτ’ ἂν ὁ ἐπιεικὴς πάνυ τι ῥᾳδίως γῆρας μετὰ πενίας ἐνέγκοι». Γιράματα κὶ φτώχε͜ια πληγὲς ἀγιˬάτριφτις (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Στερελλ. (Ὑπάτ.) Διὰ τὴν σημασ. πβ. Παροιμιογρ. 2, 344 (ἔκδ. Leutsch) «Γῆρας καὶ πενία, δύο τραύματα δυσθεράπευτα». || Παροιμ. Τώρα ’ς τὰ γεράματα, | μάθε, γέρο, γράμματα (ἐπὶ τῶν ἀναγκαζομένων νὰ πράττουν ἢ νά μανθάνουν πράγματα μὴ ἁρμόζοντα εἰς τὴν ἡλικίαν των) κοιν. Γάμους ’ς τὰ γιράματα | ἤ σταυρὸς ἤ κέρατα (ὁ νυμφευθεὶς εἰς γεροντικὴν ἡλικίαν ἤ θὰ ἀποθάνῃ ἐντὸς ὀλίγου ἢ θὰ ἀπατηθῆ ὑπὸ τῆς γυναικός του) Στερελλ. (Ὑπάτ. Φθιῶτ.) Καλὰ νιˬᾶτα, σκατὰ γιράματα (ἐπὶ τοὺ μὴ σκεπτομένου δι᾿ ἄνετον γῆρας) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Τώρα ’ς τὰ γεράματα, | τύφλες καὶ σκοντάμματα (εἰς τὸ γῆρας παρομαρτοῦσι νόσοι καὶ πολλὰ ἄλλα κακὰ) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. || Γνωμ. Κάλλιˬο καλὰ γεράματα πέρι καλά μου νιˬᾶτα (τὰ γηρατεῖα ἔχουν ἀνάγκην στοργῆς καὶ περιποιὴσεως) Πελοπν. (Παιδεμ.) Κάλλιˬο μαῦρα νιˬᾶτα καὶ καλὰ γεράματα (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Πελοπν. (’Ανώγ.) Ἔρημα νιˬᾶτα, κακὰ ’εράματα (ὅταν τὰ νιᾶτα εἶναι κακά, θὰ εἶναι καὶ τὰ γεράματα ἤ ὁ στερούμενος οἰκογενειακοῦ περιβάλλοντος κατὰ τὴν νεότητά του, ὁ ἄγαμος, θὰ ἔχῃ κακὸν γῆρας) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Φύλαε νιˬᾶτα, νά ’χῃς γεράματα (ἡ ἐγκράτεια κατὰ τὴν νεότητα δημιουργεῖ καλὰς προϋποθέσεις διὰ τὸ γῆρας) Μῆλ. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Τὰ γεράσματα γελάσματα εἶν’ (τὸ γῆρας πολλάκις δίδει ἀφορμὰς σκωμμάτων καὶ γέλωτος) Πόντ. (Χαλδ.) Τὰ γεράματα ’ς τὴν πλάτη ἔχουν γράμματα (τὸ γῆρας εἶναι ἐμφανὲς) Παρ. || Αἴνιγμ. Ἄσπρο ἐγεννήθηκα | μαῦρο καταdήθηκα | καὶ τώρα ᾿ς τὰ γεράματα | κουνε͜ιοῦdαι καὶ τὰ δόdιˬα μου (= τὸ ξυλοκέρατον, τὸ χαρούπι) Κύθηρ. Πελοπν. (Μεσσ.) Τὰ βουνὰ χιˬονίσανε, οἱ βρύσες ξεκινήσανε, οἱ μύλοι σταματήσανε τσαὶ τὰ δύο τρία γινήκανε (τὸ γῆρας. τὰ μαλλιὰ ἐλευκάνθησαν, οἱ ὀφθαλμοὶ δακρύουν, οἱ ὀδόντες ἐσταμάτησαν, δὲν ὑπάρχουν, προσετέθη βακτηρία) Μέγαρ. || ᾌσμ. Καλότυχά ’ναι τὰ βουνά, καλότυχοι κ’ οἱ κάμποι, γεράματα δέν καρτεροῦν, Χάρο δὲν περιμένουν Πελοπν. (Σκορτσ.) ’Εγέρασα κακόμοιρος κιˬ ἀσπρίσαν τὰ μαλλιˬά μου καὶ γνώση δὲν ἐκράτησα γιˬὰ τὰ γεράματά μου Πελοπν. (Αἴγ.) ’Απὸ μικρὸς ᾿ς τὰ γράμματα, μικρὸς ’ς τὰ πινακίδιˬα κὶ τώρα ’ς τὰ γιράματα ἀρματουλὸς κὶ κλέφτης Μακεδ. (Δεσκάτ.) Συνών. ἐν λ. γέρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA