ἀρδευτήριν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρδευτήριν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρδευτήριν τό, Πόντ. (Οἰν.) ἀρδευτέρ’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀρδεύω.
Σημασιολογία
Τὸ ἀγγεῖον διὰ τοῦ ὁποίου ἀρδεύουν ἔνθ’ άν: Ἔπαρ’ τ᾿ ἀρδευτέρ’ καὶ πότσον τὸ κεπὶν Χαλδ. Συνών. ποτιστήρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA