ἀρδεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρδεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρδεύω Καππ. (Σίλατ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κολων. Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀρdεύγω Καππ. (Σίλ.) ἀδρεύω Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Οἰν. Σινώπ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.) ᾿δρεύω Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Σινώπ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀρδεύω. Ὁ τύπ. ἀδρεύω καὶ μεσν. ’Ιδ. ΦΚουκουλ. ἐν. Byzant Zeitschr. 19 (1910) 425.

Σημασιολογία

1) Ποτίζω, ἐπὶ τῆς γῆς ἐν γένει καὶ τῶν φυτῶν Καππ. (Σίλ. Σίλατ. Σινασσ. Φάρασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρωμν. Οἰν. Σάντ. Σινώπ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἀρδεύω τὸ κεπὶν-τὰ λάχανα-τὰ φυτὰ-τὸ χωράφ’ κττ. Κερασ. Κοτυωρ Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. Ἀδρεύω τὸ γαστρὶν (τὴν γλάστραν) Οἰν. Ἔβρεξεν κ᾿ ἐδρεῦτεν τὸ χωράφ’ (ἔβρεξεν καὶ ἠρδεύθη τὸ χωράφι) Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. Ἀρδεμένον κεπὶν-χωράφ’ κττ. Κρωμν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. 2)Ἐκτρέφω, ἀνατρέφω Καππ. (Σίλατ.): ᾎσμ. ήρας κόρη τὸν γέννησε καὶ λέγουν τον Πορφύρι, ’ς τὰ σίδερα τὸν γέννησε, ’ς τὰ μάρμαρα τὸν ἄρδευσε. Διὰ τὴν σημ. πβ. τὸ ἀρχ. ἄρδω παρὰ Πλάτ. Πολιτ. 550 Β «τὸ λογιστικὸν ἐν τῇ ψυχῇ ἄρδοντός τε καὶ αὔξοντας».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/