γεράνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεράνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεράνι τό, (Ι) πολλαχ. γιρά’ Πάρ. (Λεῦκ.) Σάμ. ἀεράνι Νάξ. (᾿Απύρανθ. Γαλανᾶδ. Δαμαρ. Δανακ. Κινίδ. Φιλότ. Χαλκ.) γεράνιˬο Κέρκ. γερανιˬὸ Τῆν. (Κώμ.) Χίος - Λεξ. Βλαστ. 294.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. γεράνιον ὑποκορ. τοῦ ἀρχ. γέρανος. Ὁ τύπ. γεράνιˬο ἐκ τοῦ πληθ. γεράνιˬα, τά.
Σημασιολογία
1) Πρωτόγονος ἀντλητικὴ συσκευὴ ἐκ δύο μεγάλων δοκῶν ἐν σχήματι μεγάλου Τ διατεθειμένων, ὧν ἡ ὁριζοντία φέρει ἀνηρτημένον εἰς μὲν τὸ ἓν ἄκρον βάρος τι (συνήθως εὐμεγέθη λίθον), εἰς δὲ τὸ ἕτερον κάδον, δι’ οὗ ἀντλεῖται ὕδωρ ἐξ ἀβαθῶν σχετικῶς φρεάτων, τὸ παρ’ ἀρχαίοις κηλώνειον πολλαχ.: Με τ’ ἀεράνι βγαίνου dὸ νερὸ ἀποὺ τὸ πηάδι Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Βάνουν ἀεράνιˬα κι ἀερανίζουνε αὐτόθ. Εἶχε πηγάδι ’ς τὴν ἄκρα μὲ γεράνι Θρᾴκ. (Κερασ.) Μὲ τὸ γεράνι δὲ μποροῦ νὰ τραυίξου νερὸ Εὔβ. (Βρύσ.) ’Ηνέσυρα μὲ τὸ γεράνι νερὸ κ’ ἠπότισα Σίφν. Ρί’τὸ γεράνιˬο νὰ βγάλῃς λίγο φρέσκο νερὸ Κέρκ. ’Ανοίγει μὲ τὸ σκαλίδι πηγαδάκιˬα, βάζει μέσα νερό, τοποθετεῖ γεράνι μὲ σπάγγο καὶ βγάζει νερὸ μ’ ἕνα μικρὸ δοχεῖο Κύθηρ. Ἡ σημ. καὶ βυζαντ. 2) Συσκευή χρησιμοποιουμένη πρὸς ἄρσιν βαρῶν, ἰδίως δὲ πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν χωμάτων κατὰ τὴν ἀνόρυξιν φρεάτων Κύθηρ. Ρόδ. Συνών. γερανὸς 4. 3) Αἱ τροχαλίαι τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ Σίφν. Τῆν. Συνών. καρούλι. 4) Ὄργανον τοῦ ἀγγειοπλάστου ἀποτελούμενον ἀπὸ μικρὰν ράβδον, ἥτις κατὰ τὴν μορφοποίησιν τοῦ ἀγγείου ἐφάπτεται τῆς ἀμόρφου ἐκ χώματος ζύμης καὶ συντελεῖ κατά την περιστροφικὴν κίνησιν εἰς τὸ νὰ λάβῃ ἡ ζύμη συμμετρικὴν μορφὴν ἀγγείου Σίφν. 5) Εἶδος συρτοῦ χοροῦ Ἤπ. Συνών. γερανὸς 6. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γεράνιν Κύπρ. Γεράνι ’Αθῆν. (παλαιότ.) Εὔβ. Κέως, Κουφονήσ. Κρήτ. Πελοπν. (᾽Αράχ.) Γεράνιˬα τά, Κρήτ. Πελοπν. (᾽Αρκαδ. Λάκων. Μεσσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA