γεράνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεράνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεράνι τό, (ΙΙ) πολλαχ. γιρά’ Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Ακαρναν.) ζιράνι Φοῦρν. τζεράνι Ζάκ. Κεφαλλ. τζιρά’ Σάμ. (Κοντακαίικ.) Τῆν. γιράνιˬου Θεσσ. (Τρίκερ.)
Χρονολόγηση
Ελληνιστικό
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ 'Ελληνιστ. οὐσ. γεράνιον. Ὁ τύπ. τζεράνι κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ᾿Ιταλ. geranio, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. geranium, ὃ ἐκ τοῦ 'Ελληνιστ. γεράνιον. Πβ. Α.Maidhof, Neugr. Rückwand, 49. Ὁ τύπ. γεράνιˬου-γεράνιˬο ἐκ τοῦ πληθ. γεράνια, τά.
Σημασιολογία
Εἴδη διακοσμητικῶν φυτῶν τοῦ γένους τοῦ πελαργονίου (pelargonium), τῆς οἰκογ. τῶν γερανιιδῶν (geraniaceae), ὡς καὶ τὰ ἄνθη τῶν φυτῶν τούτων πολλαχ.: Εἰς τὶς γωνιˬὲς ἦσαν τοποθετημένες ὀλίγες γλάστρες μὲ μπερμπόγιˬα, μὲ γεράνιˬα, μὲ ἀρμπαρόρριζα, μὲ δυοσμαρίνι, μὲ γαρουφαλιˬὲς ἄσπρες, κίτρινες καὶ ἄλικες Δ.Καμπούρογλ., ’Αθηναϊκ. διηγ., 94. Συνών. ἀρbαρόρριζα, βρωμοσαρδέλα, σαρδέλα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γεράνιν Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA