βουτηχτὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουτηχτὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

βουτηχτὰ ἐπίρρ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βουτηχτός.

Σημασιολογία

1) Κατὰ τὸν τρόπον τῶν καταδυομένων μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω πολλαχ. : Πέφτω ᾿ς τὸ νερὸ βουτηχτά. 2) Διὰ καταδύσεως πολλαχ. : Πιˬάνει βουτηχτὰ τοὺς ἀχινοὺς Λεξ. Πρω. (ἐν λ. βουτηχτός). β) ᾿Εν σπουδῇ, ἁρπαχτὰ πολλαχ. : Ὅ,τι πάρει βουτηχτὰ καὶ φεύγει. 3) Δι᾽ αἰφνιδίου, ἀποτόμου δραγμοῦ πολλαχ. : Τὸν ἔπιˬασε βουτηχτὰ ἀπὸ τὸ λαιμό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/