βουτηχτάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουτηχτάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βουτηχτάρα ἡ, Θεσσ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ. ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βουτηχτάρι Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 28 Λεξικογρ. Ἀρχ. (1916) 81.

Σημασιολογία

Τὸ πτηνὸν αἴθυια (podiceps minor). Συνών. βουτακῖνα, βουταναριˬά, βουτηχτάρι, βουτηχτὴς Α2, βουτοπούλλι, βοῦτος 2, ζαροπαπί, καλικατζοῦ, νεροπουλλάδα, νερόκοττα. Πβ. αἶθα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/