βουτηχτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουτηχτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βουτηχτὸς ἐπίθ. πολλαχ. βουκιστὲ Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βουτῶ, παρ’ ὃ καὶ βουτίζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐμβαπτισθεὶς ἢ βυθισθεὶς εἰς ὕδωρ ἢ ἄλλο τι ὑγρὸν πολλαχ. : Παξιμάδι βουτηχτὸ᾽ς τὸ γάλα -᾿ς τὸν καφὲ. || Φρ. Ἐγίνηκε βουτηχτὸς (ἐβράχη πολύ). Βουτηχτὸς ᾿ς τὸ χρέος (ὁ ἔχων πολὺ χρέος, καταχρεωμένος) πολλαχ. 2) Ὁ πεφυρμένος δι᾽ ὑγρᾶς οὐσίας πολλαχ. : Βουτηχτὸς ’ς τὴ λάσπη -᾿ς τὸ αἷμα -᾿ς τὸν ἱδρῶτα πολλαχ. 3) Ὁ ἁλιευόμενος διὰ καταδύσεως Στερελλ. (Μεσολόγγ.) : Τσιποῦρες βουτηχτές.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/