-αρε͜ιὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
-αρε͜ιὸ
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
-αρε͜ιὸ κατάλ. παραγωγικὴ κοιν. -αρεῖο Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐξ οὐσιαστικῶν ληγόντων εἰς -εῖο –ε͜ιό, ἐσχηματισμένων δὲ ἐκ τῶν εἰς -άρις οὐσ., οἷον: ἀνυφαντάρις-ἀνυφανταρε͜ιό, καρβουνάρις-καρβουναρεῖο καὶ καρβουναρε͜ιό, μακελλάρις-μακελλαρεῖο καὶ μακελλαρε͜ιὸ κττ. καὶ δηλούντων τόπον, ἀπεσπάσθη ὁλόκληρον τὸ -αρεῖο -αρε͜ιὸ ὡς παραγωγικὴ καταλ.
Σημασιολογία
Δι᾿ αὐτῆς σχηματίζονται 1) Οὐσιαστικὰ ἐξ οὐσιαστικῶν δηλοῦντα τόπον, δοχεῖον κττ., οἷον: ἁλάτι-ἁλαταρε͜ιό, ἀσβέστης-ἀσβεσταρε͜ιό, καμπάνα-καμπαναρε͜ιό, κεραμίδι-κεραμιδαρε͜ιό, σκουπίδι-σκουπιδαρε͜ιὸ κττ. κοιν. λόγγος–λογγαρεῖο (πυκνὸς λόγγος) Πελοπν. (Μάν.) Μερικὰ τούτων ἔχουν σημ. σκωπτικήν, οἷον: Βλάχος-Βλαχαρε͜ιό, Γύφτος–Γυφταρε͜ιὸ κττ. κοιν. 2) Οὐσιαστικὰ ἐξ οὐσιαστικῶν ἢ ἐπιθέτων δηλοῦντα ἀφῃρ. ἔννοιαν, οἷον: ξαπλωτὸς–ξαπλωταρε͜ιὸ πολλαχ. πολυμιλητὴς–πολυμιληταρε͜ιὸ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,67.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA