γεράνιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεράνιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γεράνιˬος ἐπίθ. πολλαχ. γιράνιˬους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γεράν-νιˬος Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. ’Οξύλ.) γεράνιˬε Τσακων. ᾿ιράνιˬους Μακεδ. (Κίτρ.) ᾿ερανέος Κάρπ. γερανιˬὸς Εὔβ. (Ὄρ.) Θρᾴκ. (Βυζ.) Κίμωλ. Κύθηρ. Κύθν. Κῶς (Καρδάμ.) Μῆλ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Σίφν. Σκῦρ. Χίος (Βροντ. Ὄλυμπ. Πισπιλ.) γιρανιˬὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Σάμ. ἀγερανιˬὸς Θρᾴκ. (Σαμοκόβ) - Λεξ. Βάιγ. Πόππλετ. Λάουνδ. ᾽ερανιˬὸς Νάξ. (’Απύρανθ. Δανακ.) γερανὸς Κάρπ. Κάσ. Σκόπ. Χίος ᾽ερανὸς Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. γερονιˬὸς Νίσυρ. γιˬαράνους Θάσ. Θηλ. γερανὴ Καλαβρ. (Μπόβ.) γεραία Τσακων. γεραννιˬὰ Κῶς (Καρδάμ.) Οὐδ. γερανέον Πόντ. (᾿Αμισ. ’Αργυρούπ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Τραπ. Χαλδ.) γερανέον Πόντ. (Τραπ.) γερανέο Πόντ. (Σεμέν.) γερανέεν Πόντ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Βυζαντ. ἐπιθ. γεράνιˬος, παρ’ ὃ καὶ γεράνεος, γερανέος καὶ γερανός. Ὁ τύπ. γερανιˬὸς καὶ γερανὸς ἀναλογικῶς πρὸς ἄλλα χρώματος δηλωτικά, ὡς γαλανός, καστανὸς κλπ. Διὰ τὴν ἐτυμολ. Πβ. Ι. Καλλέρ., Λεξικογρ. Δελτ. 8 (1958), 14, σημ. 7 καὶ σ. 16, σημ. 2.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ ἔχων χρῶμα κυρίως ἀνοικτὸν κυανοῦν, ἀλλὰ καὶ κυανῆς ἀποχρώσεως ποικιλούσης κατὰ τόπους πολλαχ. καὶ Πόντ. (᾿Αμισ. ᾿Αργυρούπ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Σάντ. Σεμέν. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Γεράνιˬος οὐρανός, γεράνιˬα θάλασσα, γεράνιˬο χρῶμα - παννὶ πολλαχ. Κλωστὲς γεράνιˬες Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Κλωστὲς γερανιˬὲς Σίφν. Νῆμα γεράνιˬο Πελοπν. (’Αναβρ. Καρδαμ.) Παὶ γεράνιˬο Πελοπν. (Λεῦκτρ. Ξεχώρ.) ’Ερανὸ παν-νὶ Κάρπ. Γερανιˬὸ φάδι Μῆλ. Γερανιˬὸ χρῶμα αὐτόθ. Μνιˬὰ λουρίδα γερανιˬὰ ὥς τέσσερα δάχτυλα πλάτος αὐτόθ. Γιράνιˬου πουκάμ’σου Θάσ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Γιράνιˬου φ’στά’ Θρᾴκ. (Σουφλ.) Γιράνιˬου πουτούρ’ (κυανόχρους βράκα) αὐτόθ. Γερανιˬὸ μαντήλι Σκῦρ. Γερανιˬὰ ποδιˬὰ Χίος (Ὄλυμπ.) ’Ερανὰ μ-μάδιˬα Κάρπ. Κάρτσες ’ερανιˬὲς ποὺ βάνουν οἱ βρακᾶδες Νάξ. (Δανακ.) Ἕνα ’ερανιˬὸ μασούρι Νάξ. (’Απύρανθ.) Φουροῦσι μιˬὰ γιράνιˬα φ’στάνα κινούργιˬα Σκόπ. Ἔβαψα παννὶ καὶ τὸ γνέμα γεράνιˬα Πελοπν. (Λακεδ.) Γεράνιˬο γνέμας θέλου Εὔβ. (Ὄρ.) Εἴκοσι ραβδιˬὰ παννί μονόστηλο γεράνιˬο ἢ λουλακᾶτο Πελοπν. (Κλειτορ.) Ἡ φοτά τ᾿ς ἔν᾿ γερανέον (φοτὰ = ποδιˬὰ) Πόντ. (’Αργυρούπ. Τραπ. Χαλδ.) Τώρα δὲ φέρν’ι γιράνιˬα παννιˬὰ Ἀλόνν. Ἆγκα νέμα γεράνιˬε (= ἐπῆρα νῆμα κυανοῦν) Τσακων. ἐ θά ι φάνου γεράνιˬε τὸν ἵε (θὰ τὸ ὑφάνω γεράνιˬο τὸ παννὶ) αὐτόθ. ’Ενά ε γεράνιˬε ἀπὸ τὰ βάματα (ἔγινε κυανόμαυρος, ἐμελάνιασε ἀπὸ τὰ κλάματα) αὐτόθ. Θὰ βουτήξω, κακόμοιρο, κἀμνιˬὰ σαμαροπαΐδα καὶ θὰ σ’ τὰ κάμω τὰ παλιˬόπλευρά σου γεράνιˬα Πελοπν. (Βερεστ.) Φαίνεται μιˬὰ φωτιˬὰ μικρὴ καὶ γεράνιˬα Πελοπν. (Γορτυν.) ᾿Απ᾽ τὴν ποδιˬά σου τὴ γεράνιˬα ἔπαιρνες λίγο-λίγο κ’ ἔρριχνες μὲ τὰ χεράκιˬα σου Σ. Μελᾶς, Κόκκιν. πουκάμ., 59. Κάθε της πέτρα σκεπαζότανε μὲ χνούδι ἀπὸ λειχῆνες ἀστερωτοὺς καὶ γεράνιˬους Γ.’Επαχτίτ., Προπύλ. 1, 264. || Παροιμ. Ἄσπρος γεννειˬέται ὁ κόρακας καὶ γερανιˬὸς κανιˬάτζει | καὶ μαῦρος καταστήνεται καὶ τοῦ κεροῦ του μοιάτζει (κανιˬάτζει = ἀποκτᾷ πτέρωμα, κεροῦ = πατρός. ἐπὶ κληρονομικότητος) Σίφν. Ἡ θάλασσα εἶναι γερανή, μ’ ἄνεμος τὴ μαυρίζει (ἐπὶ φιλησύχων ἐξοργιζομένων ὑπὸ ἄλλων) Κάρπ. || ᾌσμ. Ὦ θάλασσά μου γερανιˬὰ καὶ κῦμα μου γαλάζιο, φέρτε μου τὴν ἀγάπη μου, νὰ μὴν ἀναστενάζω Κύθηρ. Βλέπεις το ’τ'εῖνο τὸ βουνόν, ὁπού ’ν’ ηλὸν ταὶ μέα, πὄ'ει τὴγ γερανιˬὰγ κορφὴν τὴμ πράσινημ παντιˬέρα; (μέα = μέγα) Χίος (Πισπιλ.) Ἡ γεραν-νιˬά σου βράκα | ποὺ κάμνει τράκ-α τράκ-α Κῶς (Καρδάμ.) Τὰ μαῦρα μ-μάδιˬα δυὸ φλουριˬά, τὰ ’ερανὰ δυˬὸ τοῦμπλες, ἀμ-μὲ τὰ καταέρανα τά ’χουν ἀρκοντοποῦλες Κάρπ. - Ποίημ. Πέρα ’ς τοὺς λιˬόλαμπρους γιˬαλούς, ᾿ς τὶς κλέφτικες κλεισοῦρες ὅπου εἶναι πεῦκο καὶ μυρτιˬὰ καὶ διˬάσελλα γεράνιˬα Π.Βλαστ., ’Αργώ, 27 2) Ὁ ἔχων χρῶμα κυανοπράσινον Ἤπ. (Μαργαρ.) Παξ. Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ.) Σίκιν. - Π.Βλαστ., ’Αργώ, 319: ᾌσμ. Ποιός εἶδε πράσινο δεντρὶ | νά ᾽χῃ καὶ γεράμνιˬα φύλλα Παξ. Ἔλα νὰ ποδεδίζω σε, μικρέσσα τρανταφύλλα, στρῶσον τὸ κρεββατόπο μου μὲ γερανέα φύλλα (νὰ ποδεδίζω σε = νὰ σὲ χαρῶ) Ἴμερ. 3) Ὁ ἔχων χρῶμα ὠχροκίτρινον Πελοπν. (Παππούλ.): Εἶναι bίτι γεράνια σὰ gοττόξυgο. 4) ’Επὶ αἰγός, ἡ λευκὴ κατὰ τὸ ἐμπρόσθιον καὶ μαύρη κατὰ τὸ ὀπίσθιον μέρος τοῦ σώματός της Καλαβρ. (Μπόβ.): Αἶgα γερανή 5) ’Επὶ ὀφθαλμῶν, ὁ λαμβάνων χρῶμα κυανόλευκον, θολὸν Εὔβ. (Ἄκρ.) Πελοπν. (κυπαρισσ.): Ἤτανε γιράνιˬου τοὺ μάτ’ μου γιˬὰ σταφύ’ Ἄκρ. ΙΙ Φρ. Ἤτανε γεράνιˬο τὸ μάτι μου, ἐπὶ μεγάλης ἀπελπισίας Κυπαρισσ. Συνών. φρ. ἐθόλωσε τὸ μάτι μου. Β) Μεταφ. 1) Κακός, ὀλέθριος Πελοπν. (Βερεστ. Κόκκιν. Μανιάκ. ᾽Ολυμπ. Πυλ.): Ἄμα βγῇ γεράνιˬα καντήλα, θὰ βάλῃ ’ς τὸ μούσκιˬο τὸ μεγάλο βοτάνι, θὰ πιῇ καὶ θ’ ἀλείψῃ τὴν καντήλα (γεράνιˬα καντήλα = ἡ ἀσθένεια ἄνθραξ, ᾿ς τὸ μούσκιˬο = εἰς τὸ ὕδωρ διὰ νὰ μαλακώσῃ) Μανιάκ. || Φρ. Γεράνιˬα ἀστραπὴ νὰ σὲ κάψῃ (ἀρὰ) Κόκκιν. Γεράνια ἀστραπὴ νὰ σὲ βαρέσῃ (ἀρὰ) Πυλ. Νὰ dὸ πιάσῃ γεράνιˬο συγενικὸ (ἰσχυρά, ὀλεθρία ἐπιλὴψία. ἀρὰ) Βερεστ. 2) Δυστυχὴς, βασανισμένος κακόμοιρος ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς συμπαθείας Πελοπν. (᾿Ανδροῦσ.) Γ) Οὐσ. 1) Ἀρσ. Τὸ φυτὸν σμύρνιον τὸ μελανοσέλινον (smyrnium olusatrum), τῆς οἰκογ. τῶν σκιαδοφόρων (umbelliferae) Θρᾴκ. (Σαμοκόβ.) Κύθν. 2) Θηλ. Λίθος κυανόχρους γρανιτώδης, χρησιμοποιούμενος διὰ τὴν οἰκοδομὴν οἰκιῶν ἐλλείψει ἄλλης λιθίνης οἰκοδομικῆς ὕλης Τσακων.: Ἁ γεραία ἔνι θέα άρα, ὄ ι ία βαρία (= ἡ γερανία θέλει φωτιὰ διὰ νὰ σπάσῃ, δὲν ἀκούει τὴ βαρειὰ σφῦρα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/