γεράνισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεράνισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεράνισμα τό, (ΙΙ) Τσακων. (Χαβουτσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γερανίζω (ΙΙ).

Σημασιολογία

Ἡ δηλητηρίασις φαγητοῦ ἀπὸ τὴν ὀξείδωσιν χαλκίνου σκεύους ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἔχει μαγειρευθῆ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/