γερανόβεργα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερανόβεργα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γερανόβεργα ἡ, ἀμάρτ. γερανόβερgα Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γεράνι (Ι) καὶ βέργα.

Σημασιολογία

Ἡ ὁριζοντία δοκὸς τοῦ «γερανιοῦ», ἡ φέρουσα τὸν κάδον ἀντλὴσεως καὶ τὸ ἀντίβαρον. Συνών. ἀντέννα 3, γερανόξυλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/