βουτούλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτούλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουτούλι τό, Ζάκ. Πελοπν. (Βασαρ. Καλάμ. Μεγαλόπ. Μεσσ.)-Λεξ. Βλαστ. 230 Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βούτουλο.
Σημασιολογία
1) Το λύπη, θύσανος βάμβακος Ζάκ. -Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. Δημητρ. 2) Βομβύκιον μεταξοσκώληκος Πελοπν. (Βασαρ. Καλάμ. Μεγαλόπ. Μεσσ.) ΙΙΙ) Ἴχνος Πελοπν. (Βασαρ.) : Τὴν σακατέψαμε τὴν ἀκρίδα, δὲν ἔμεινε οὔτε βουτούλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA