ἀρεσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρεσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρεσιˬὰ ἡ, σύνηθ. ἀρεσὰ πολλαχ. ἀρισιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀρισὰ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
1) Ἡ εὐάρεστος διάθεσις τὴν ὁποίαν αἰσθάνεταί τις πρός τι, τὸ ἀρέσκεσθαι, ἡ ἀρέσκεια, κανονικῶς κατὰ γενικ. μετὰ τῶν κτητικῶν ἀντων.: Τὸ φαεῖ εἶναι τῆς ἀρεσιˬᾶς μου. Εἶχαν πάρει κωπέλλα τῆς ἀρεσιˬᾶς τους σύνηθ. Μοῦ κά’ ἀρισιˬὰ (μοῦ ἀρέσει) ᾿Αράχ. Εἶνι τ᾿ς ἀρισᾶς-ι-μ’ Λέσβ. Ἤθιλι νεˬὸ τῆς ἀρισιˬᾶς της Θεσσ. || Ἄσμ. Δεκάτιζε τὰ λόγιˬα σου νά ᾽χῃς τὴν ὀμορφιˬά σου κιˬ ὁ νεˬὸς ὁποὺ σὲ ἀγαπᾷ νὰ εἶναι τῆς ἀρεσᾶς σου Αἴγιν. Τὸ τί τραγούδι νὰ σοῦ πῶ καὶ νά ’ν’ τῆς ἀρεσιˬᾶς σου; Λεξ. Δημητρ. Νόσα νησιˬὰ πιρπάτησα, τοὺν ἄμμου τῆς θαλάσσης, δὲ μπὸρισα νὰ βρῶ κουρμί, κουρμὶ τῆς ἀρισιˬᾶς μου Μακεδ. 2) Ἡ πρὸ τῆς τελέσεως τῶν ἀρραβώνων μετάβασις συγγενῶν τοῦ γαμβροῦ εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης καὶ προσφορὰ εἰς αὐτὴν δακτυλιδίου Πελοπν. (Τριφυλ.) 3) Προικοσύμφωνον περιλαμβάνον τὴν εἰς εἴδη ἐνδυμασίας προῖκα τῆς νύμφης Πελοπν. (Κόκκιν.) Πβ. ἀρεσκε͜ιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA