βουτσέλλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουτσέλλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουτσέλλι τό, Ἤπ. Πελοπν. (Μεσσ. Οἰν. Ὀλυμ.) -Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. 300 Δημητρ. βουτσέ’ Ἤπ. Β’τσέ’ Εὔβ (Στρόπον.) Ἤπ. (Χουλιαρ. κ. ἀ.) Θεσσ. Μακεδ. (Γρεβεν. κ. ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) φ’τσέλλι Εὔβ. (Αἰδηψ.) φ’τσέ’ Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ὄλυμπ. κ. ἀ.) Μακεδ. (Βλάστ. Γαλάτιστ. Γρεβεν. κ. ἀ.) βορτσέλλι Ἤπ. (Κούρεντ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βουτσὶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -έλλι.

Σημασιολογία

1) Μικρὸν βαρέλλιον ἔνθ᾽ ἀν. : Πηγαίνουν ὅλις μαζὶ τραγ’δοῦντα κὶ παίρνουν νιρὸ κὶ δίνουν τὰ β’τσέλλιˬα τους μὶ λυγαρεˬὲς Γρεβεν. ‖ Γνωμ. Μὴν ξεχνᾷς τὸ καλοκαίρι τὴν κάππα καὶ τὸ χειμῶνα τὸ βουτσέλλι (διότι ὁ καιρὸς εἶναι εὐμετάβολος καὶ ἀσταθὴς) Ἤπ. Συνών. βεδούρι 1. 2) Μικρὸν πήλινον δοχεῖον ὕδατος Εὔβ (Αἰδηψ.) : Πᾶρ' ἐσὺ τὸ φ’τσέλλι κ’ ἐγὼ παίρνω τὸ ταγάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/