ἀναμύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναμύω Κύπρ. ἀναμοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀνεμῶ Θρᾴκ. Κάσ. ἀνεμ-μῶ Κάρπ. ᾿νεμῶ Καρ. (Μοῦγλ. Μύλασσ.) Νίσυρ. Προπ. (Κύζ) ᾿νεμ-μῶ Κάρπ. Κῶς Ρόδ. Συμ Τῆλ. ’νεμ-μάω Κάλυμν. ᾽νεμύζω Μεγίστ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀναμύω. Οἱ συνῃρημένοι τύπ. ὡς καὶ τὸ ᾿νεμύζω διὰ τὴν σύμπτωσιν τοῦ ἄορ. -ίσα. Πβ. καὶ μηνύω-ἐμήνυσα- μηνῶ, εὐλογῶ-εὐλόγησα-βλογίζω κττ. Περὶ τοῦ μεταπλασμοῦ τούτου ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,272 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ἀνοίγω τὰ βλέφαρα, τοὺς ὀφθαλμοὺς Κύπρ. : Ἀχτύπησέν τον μὲ τὴν βέρκαν ταὶ μὲ νώθει μὲ ἀναμύει (μὲ₌μήτε). Ἡ σημ. καὶ μεσν Πβ. Εὐσταθ. Οpusc. 6,7 «τάχιον ἣ ἀναμῦσαι τινά». 2) Ἀναδίδω, ἐκφύω βλαστοὺς Καρπ Κάσ. Νίσυρ.: ᾿Ενέμυσε ἡ συκεˬὰ Νίσυρ. Ἄμε, φώκιˬο, εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσου, ἐκεῖ ποῦ ’ν’ ἠ φωλεˬά σου, | νά κοιτάξῃς τὰ παιδιˬά σου, ὅπου καμπάνα ᾿ὲ χτυπᾴ | καὶ παππᾶς ‘ὲ λειτριᾴ καὶ κληματαρεˬά ᾽ὲν ἀνεμᾴ (ἐξ ἐπῳδ.) Κάσ.‖ ᾎσμ. ᾿Ανοίξετε τὸν κλήονα ’ς τ’ ἅ’ι-Γιˬαννιˬοῦ τὴ χάρι τσ’ εἰς τὴν κορφήν του ᾽νέμ-μυσεν ἕνα χρουσὸ κλωνάρι Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Εὐσταθ. ᾽Ιλ. 308,39 «τὸ ἀναμύειν ἀντὶ τοῦ ἀναβλαστάνειν». Συνών. ἀναδίνω Α 1. 3) ᾿Αμτβ. βλαστάνω, φύομαι ἐνθ᾿ ἀν.: ᾿Ανέμυσε τὸ σ᾿τάρι Θρᾴκ. Τὰ σκόρδα ᾿νέμυσαν Μοῦγλ. Ἐνέμυσε τὸ κριθάρι Νίσυρ. ᾿Ενεμ-μύσαν τὰ χορτάριˬα Σύμ. ᾿Εσπείραμε, ἀμ-μ᾿ ἒν ἐνεμ-μύσα Κάρπ. Ὅσες φορὲς αὐτὴ τοῦ εὔχετον, ἐνεμοῦσεν ἀπὸ ἕνα φτερὸ ’ς τὴ μούρη του (ἐκ παραμυθ.) Νίσυρ. ‖ Παροιμ φρ. Ὅπου πατήσῃ τὸ πόδι του, χορτάρι δὲ ᾿νεμ-μᾷ (ἐπὶ ὰνθρώπου βασκάνου ἢ κακοποιοῦ) Ρόδ. Παντοῦ παντοῦ μὴν ἀνεμ-μᾷ ς, μὴν ἀναμιλαώνῃς (πρὸς τὸν ἀναμειγνυόμενον ἐκεῖ ὅπου δὲν πρέπει ἢ ἀποκρινόμενον χωρὶς νὰ ἐρωτηθῇ. Συνών. φρ. μὴ φυτρώνῃς ἐκεῖ ποῦ δὲ σὲ σπέρνουν. ἀναμιλαώνω₌*ἀναμολαδώνω) Κάρπ.- Παροίμ. Σάν ἀπουθάν’ ὁ μαῦρος μου, χουρτάριν μὴ ἀναμύσῃ (πβ. ἀρχ. «ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί») Λιβύσσ. Ὅσου μισοῦ τἀ κέρταμα, ᾿ς τὰ γένε͜ια μ᾿ ἀναμοῦσιν (ἐπὶ ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον ἀποφεύγομεν ἀλλὰ πάντοτε ἐμφανίζεται ἐνώπιόν μας. κέρταμα₌κρίταμα) αὐτόθ. ‖ Αἰνίγμ. Ἔχω ἕνα πρᾶμα ὅπου ᾽νεμ-μᾷ μονάχουν του ᾿ς τοὺς ποταμούς, ’ς τὰ ρυάκιˬα (ἡ βάτος) Κῶς Μαρούλι μαρουλόφυλλο | καὶ σερανταοχτώφυλλο καὶ ’ς τὴν κορφὴ τοῦ μαρουλιˬοῦ | χρουσὸν κουκκὶν ἐνέμ-μυσε (ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα) Τῆλ. ‖ ᾊσμ. Μέσ’ ’ς τὴν καρδιˬάν μου ᾿νέμυσε βασιλικὸς ὡραῖος, ἕνας ψιλομελαχρινὸς καὶ νόστιμος καὶ νέος Νίσυρ. Θαμάζομαι σάν πορπατῇς πῶς δὲ βαρεῖ τὸ χῶμα, πῶς δὲ ᾽νεμ-μοῦσι λεμονεˬὲς μὲ τὸ πολύ σου διˬώμα Τῆλ. Κ’ ἐκεῖ ποῦ θάψασι τὸ νεˬὸ ᾿νέμ-μυσε κυπαρίσσι κ᾿ ἐκεῖ ποῦ θάψασι τὴ νεˬὰ ᾿νέμ-μυσε καλαμεˬῶνας Κάρπ. Κάτω ’ς τὰ Ἱεροσόλυμα και᾿ ’ς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον, ᾿κεῖ δέντρον δέν ἐνέμυζεν, δέντρον ἐφανερώθη Μεγιστ Συνών. ἀναδίνω Β1, *ἀναμολαδώνω, φυτρώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA