ἀνανάγκαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνανάγκαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνανάγκαστος ἐπίθ. Λεξ. Περιδ ἀνέγκαστος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀνανάγκαστος. Τὸ ἀνέγκαστος ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *᾿νεγκαστὸς< ᾿νεγκάζω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀναγκάζω.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ αἰσθανόμενος κόπον, ἐξάντλησιν σωματικήν, ἀκαταπόνητος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.): ᾿Ανέγκαστος ἄρθωπος, ξάι κίˬ κάθεται (δὲν κάθεται καθόλου) Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. Ἀνέγκαστον παιδίν, ἤμπν στείλτς ἀτο πάει (ὅπου τὸ στέλνεις πηγαίνει) Χαλδ. Συνών. ἀγανάχτητος 1β, ἀκούραστος 1. 2)Ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν κόπον, ὀ ἀποκτώμενος χωρὶς κόπον Πόντ. (Κοτύωρ.) : ᾿Ανέγκαστον ψωμὶν θᾶ τρώῃ , ἐπῆρεν τοῦ κυροῦ άτ’ τὴν εὐὴν (ἐπειδὴ ἐπῆρε τὴν εὐχὴν τοῦ πατέρα του, θὰ τρώῃ κτλ.) Συνών. ἀγανάχτητος 2, ἄκοπος (ΙΙ), ἀναπαυμένος ἢ ἀναπαμένος (ἰδ. ἀναπαύω Α 1), ἀντίθ. ᾽γαναχτεμένος (ἰδ. ἀγανακτῶ Α1β).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/