ἀχαμνοκυνηγάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχαμνοκυνηγάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀχαμνοκυνηγάρις ὁ, Βιθυν. - Λεξ. Μπριγκ. ἀχαμνοκυνηάρις Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) ἀχαμνοτσυνηγάρις Χίος.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχαμνὸς καὶ τοῦ οὐσ. κυνηγάρις.

Σημασιολογία

Κακός, ἀδέξιος κυνηγὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἄσμ. Κρῖμα 'ς εσένα, τσυνηγὲ τσ’ ἀχαμνοτσυνηγάρι, ν’ ἀφήσῃς τέτο͜ια πέρδικα νὰ σοῦ τὴν πάρουν ἄλλοι Χίος. Ὥρα νὰ σ’ εὕρῃ, κυνηὲ κιˬ ἀχαμνοκυνηάρι, ποῦ ᾿πιασες τέθοι͜αν πέρδικα κ᾽ ἤφηκές την καὶ διάβη 'Απύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/