ἀνανάπαυτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνανάπαυτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επιθετο
Τυπολογία
ἀνανάπαυτος ἐπίθ. ἀνάπαυτος Πόντ. (Κερασ.) ἀνάπαγος Πόντ. (Χαλδ.) ἀνάπαος Πόντ. (Ἴμερ. Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ἀναπαυτός. Τὸ ἀνάπαυτος ἄνευ συνθέσεως τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημασίαν στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. ᾿Ιδ. ἀ- στερητ. 2α.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἡσυχάσῃ μετὰ θάνατον Ποντ. (Κερασ. Σάντ. Χαλδ.): Ἀνάπαυτος νὰ γίνεσαι! (ἀρὰ) Κερασ. Ἀνάπαγος νὰ εἶσαι ! Χαλδ. 2) Ὁ μὴ διαλυόμενος μετὰ θάνατον Πόντ. (Ἴμερ.): Ἀνάπαος νὰ ἴνεσαι ! (ἀρά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA