ἀρεσκιˬάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρεσκιˬάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρεσκιˬάζομαι ἀμάρτ. ’ρεστάζομαι Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀρεσκει͜ά.

Σημασιολογία

Ὀρέγομαι: ᾿Ερεστάστηκέν το ἡ καρκιˬά μου. Συνών. ἀρεσίζομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/