γεραππαριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεραππαριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεραππαριˬάζω ἀμάρτ. γεραπ-παρκάζω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεράππαρος.
Σημασιολογία
Γηράσκω, ἐπὶ ἵππου: ᾎσμ. Μαῦρε μου μαυρογόνατε, μαῦρε μου ἀνεμοπόα, ἄνταν ἦσον τριῶν χρονῶν ἐκαβαλλίτσευκά σε, τώρα ποὺ γεραπ-πάρκασες ἔν-νὰ μὲ φαραντζίσῃς (ἔν-νὰ μέ φαραντζίσῃς = θὰ μὲ κρημνίσῃς εἰς φάραγγα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA