βουτσῖνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουτσῖνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βουτσῖνα ἡ, Πελοπν. (Καλάβρυτ.) -Λεξ. Βλαστ 279 Δημητρ. βουτῖνα Μύκ. β’τῖνα Στερελλ. (Ἀράχ.) βουστῖνα Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βουτσὶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ῖνα.

Σημασιολογία

1) Πίθος Μύκ. Στερελλ. (Ἀράχ.): Τοὺν ἔβγαλαν σὰν τοὺν πουντ’κὸ ἀπ’ τ’ β’τῖνα Ἀράχ. Ἡ β’τῖνα μὶ τοὺ λᾴδι αὐτόθ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βυτῖνα καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. 2) Τὸ κάλυμμα τῶν οἰνοδοχείων Πελοπν. (Καλάβρυτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/