ἀρεσύα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρεσύα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρεσύα ἡ, Πόντ. (᾿Αμισ. Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς φρ. τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ ἄρ’ ἔεις ὕαν (λοιπὸν ἔχεις ὑγείαν, ὑγίαινε).
Σημασιολογία
Ἡ ὑγεία ἣν εὔχεταί τις πρὸς πρόσωπον καθ’ ἣν στιγμὴν ἀποχαιρετᾷ καὶ ἀναχωρεῖ: ᾽Εχπάστεν κ᾿ ἐδέβεν πλάν κιˬ ἀρεσύαν ’κ’ εἶπεν (ξεκίνησε καὶ ἀνεχώρησε καὶ δὲν εἶπε κτλ.) || Φρ. ’Εφέκ’ ἀτον ἀρεσύαν (τοῦ ἄφησα ὑγείαν, ἤτοι τὸν ἀπεχαιρέτησα καὶ ἀνεχώρησα) Χαλδ. κ.ἀ. Εἶπ' ἀτον ἀρεσύαν (τοῦ εἶπα κτλ.) ᾿Αμισ. Χαλδ. Τὴν ἀρεσύα σ᾽ ᾿κὶ θέλω (δὲν θέλω νὰ μὲ ἀποχαιρετήσῃς εὐχόμενος ὑγείαν) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA