ἀρετὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρετὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρετὴ ἡ, ᾿Ιων. (Κρήν.) Κύθν. - ΙΤυπάλδ. Ποιήμ. 55 ἀριτὴ Μακεδ. (Πάγγ.) ἀρετὰ Τσακων.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀρετή.

Σημασιολογία

Χρηστότης, ἠθικὴ ὑπεροχή, πλεονέκτημα, προτέρημα ἔνθ’ ἀν.: Γνωμ. Θέ' ἱδρῶτα ἡ ἀριτὴ (ἡ ἀρετὴ ἀπαιτεῖ θυσίας καὶ κόπους) Πάγγ. || ᾌσμ. ᾿Εσύ ’σαι καὶ μὲ τσοὶ δροσιˬὲς καὶ μὲ τσοὶ πρασινάδες, ἔχεις χάρες καὶ ἀρετὲς καὶ ὀμορφιˬὲς μεγάλες Κρήν. Τσῆ γυναικὸς ἡ ἀρετὴ σὲ δυˬὸ καλὰ νὰ μένῃ, τὸ νὰ κρατῇ τὸ σπίτι τση τσαὶ νά ’ν’ τσαὶ τιμημένη Κύθν. - Ποίημ. Πάντα ν’ ἀνθῇ ’ς τὴν ὄψι σου τῆς ἀρετῆς ἡ χάρι καὶ νά ᾽σαι τῶν γονέων σου ἐλπίδα καὶ καμάρι ΙΤυπαλδ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. κοιν. Ἐν τῇ δημώδει ποιήσει ἐνίοτε οἱ δυσέρωτες παραβάλλουν τὰ ἴδια ἐρωτικὰ πάθη πρὸς τὰ τῶν ἡρώων τοῦ Κρητικοῦ ἔπους Ἐρωτοκρίτου καὶ 'Αρετῆς ἢ ἄλλως ᾿Αρετούσας: ᾎσμ. Τὰ πάθη τοῦ Ρωτόκριτου ἔπαθα ᾿γὼ γιˬὰ σένα κ’ ἐσὺ δὲν εἶσαι ἡ ᾿Αρετὴ νὰ σὲ πονῇ γιˬὰ μένα (Λαογρ. 1, 26). Πβ. ’Αρετοῦσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/