ἀνάνοιχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάνοιχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετος
Τυπολογία
ἀνάνοιχτος ἐπίθ. ἀνάνοικτος Ἄνδρ. (Κόρθ.) ἀνάνοιχτος Πελοπν. (Σουδεν.) ἀνάν-νοιχτος Κύπρ. ἀνένοιγος Πελοπν. (Συκεὰ Κορινθ.) ἀνοιχτος Εὔβ. (Αὐλωναρ Κονίστρ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Μυριόφ. κ. ἀ.) Κρἠτ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Μῆλ. Πελοπν. (Γελίν. Τρικκ) Σῦρ. κ. ἀ. ἄνοιχτους Σάμ. κ. ἀ. ἄνοιγος Πελοπν. (Αἴγ. Μεσς. Τριφυλ.) Πόντ. (Σάντ.) ἄν-νοιος Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ἀνοιχτὸς Τὸ ἄνοιχτος ἄνευ συνθέσεως προσέλαβεν σημ. στερητικὴν διὰ τῆς προπαροξυτονίας. ᾿Ιδ ἀ- στερητ 2 α.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἀνοιγμένος ἢ ὁ μὴ ὰνοιχθεὶς ἔνθ’ ἀν.: Τὸ παράθυρο τό 'χω ἀνάνοιχτο Σουδεν. Τὸ γράμ-μαν ἔν᾿ ἀνάννοιχτον Κύπρ. Τὸ νερὸ εἶναι ἀνάνοικτο (δὲν ἠνοίχθη ἡ δεξὰμενὴ πρὸς ἄρδευσιν) Κόρθ. Κουτὶ ἄνοιχτο Σῦρ. Πόρτα ἄνοιχτη Τρίκκ. Ἄνοιχτο τουλούμι Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Ἄνοιγο βαγένι Μεσσ. Ἄνοιγο κρασὶ (βραχυλ. ἀντὶ βαρέλλι κρασιοῦ) Τριφυλ. Ἀντίθ. ἀνοιχτός. 2) Ὁ μὴ σκαφείς, ὁ μὴ καλλιεργηθεὶς Θρᾴκ. (Μυριόφ.): Ἄνοιχτος μπαχτσές. Ἄν-νοιον χωράφι Ρόδ. 3) Ὁ μὴ ἀνθήσας Κρήτ.Ροδ : Ἄν-νοιον δέντρο Ρόδ. ‖ ᾎσμ. «Ὡσὰν τὸ ρόδο τ᾿ ἄνοιχτο, τὸ λουλουδάκι τ᾿ ἄσπρο, ἔχω κ’ ἐγὼ μιˬὰν ἀδερφή, μ᾿ ἀλήθε͜ια δὲ bλανᾶται Κρήτ. 4) Ὁ μὴ ἐκταθείς, ἐπὶ φύλλων ζύμης Πέλοπν. (Γελίν.): Δὲν ἐγλύτωσα τὰ φύλλα, τὰ ’χω ἄνοιχτα ἀκόμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA