γερδέλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερδέλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γερδέλι τό, gερdέλι Τσακων. (Χαβουτσ. ), gερdέ’ Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σηλυβρ. Σκοπ. Τσακίλ. Τσανδ.) gιρdέ’ Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Προπ. (Μηχαν.) γκερδέλι ᾽Αθῆν. - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Λεγρ. Μπριγκ. Μ. ’Εγκυκλ. Βλαστ. 294 Πρω. Δημητρ. γκερδέ’ Προπ. (᾽Αρτάκ.) Σκόπ. γερδέλι Θήρ. Μέγαρ. Προπ. (Μαρμαρ.) Ὕδρ. - Λ. Παλάσκ., ᾽Ονοματολόγ., 14 Ν. Κοτσοβίλ., ᾽Εξαρτ. πλοίων, 128 Α. Σακελλ., ᾽Εγχειρ. ἀρμενιστ. 23, 564 - Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Μ. ’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. gερδέ’ Προπ. (᾿Αρτάκ.) γιρδέλ-λι Μεγίστ. γιρδέ’ Σάμ. γιορδέλι ᾿Αμοργ. Εὔβ. (Αἰδηψ.) Θήρ. Μύκ. Οἴα, Σχινοῦσ. γιορδέλ-λι Ἠράκλ. γιορδέ’ Σάμ. γιουρδέλι ’Α. Παπαδιαμ., Φόνισσ., 53 Πασχαλ. διηγ. 28 γιουρδέλ-λι Τῆλ. γιουρδέ’ Ἁλόνν. Σάμ. Σκόπ. γιουρdέ’ Σάμ. γερτέλλιν Λυκ. (Λιβύσ.) γερδάλι Λεξ. Βερ., 14 γαρδέλι Κωνπλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gerdel = κάδος.
Σημασιολογία
Κάδος κοντὸς καὶ πλατύς, ξύλινος ἢ μεταλλικὸς ἤ δερμάτινος χρησιμοποιούμενος κυρίως πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, ἰδίᾳ ὑπὸ τῶν ναυτικῶν κατὰ τὸν καθαρισμὸν τοῦ καταστρώματος τῶν πλοίων πολλαχ.: Πιˬᾶσε ἕνα γκερδέλι νερὸ ’Αθῆν. Μὲ τὸ γιˬορδέλ-λι ἀνεσύρνανε νερὸ ἀπὸ τὸ πηάδι Ἡράκλ. «Ὅταν ὅμως μετ᾽ ὀλίγον ἐχρειάσθη ν’ ἀντλήσουν νερὸν ἀπὸ τὸ φρέαρ, τότε τὸ «γιˬουρδέλι», ἤτοι τὸ ἄντλημα τῆς Κρινιῶς, προσέκρουσεν εἰς στερεὸν σῶμα ἐντὸς τοῦ ὕδατος» ’Α. Παπαδιαμ., Φόνισσ., 53. Συνών. ἀγκλιˬά, ἀνασυρτάρι, γερδελιˬά, κουβᾶς, μαστέλο, μπουγέλο, μπουλιˬός, σαψάκι, σίγλος. β) ’Αγγεῖον ξύλινον ἢ μετάλλινον χρησιμοποιούμενον διὰ τὸ ἄμελγμα ἐγγάλων ζῴων ᾽Αθῆν. Θρᾴκ. (Αὐδήμ. Σηλυβρ. Τσακίλ.) Κωνπλ. Τσακων. (Χαβουτσ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: ᾽Επήραμε δύο γκερδέλιˬα γάλα γιˬὰ τὰ παιδιˬὰ ’Αθῆν. Πῆρες τὸ gερdέ’ γιˬὰ ν’ ἀρμέξ’ς Σηλυβρ. Γιόμ’σε τὸ gερdέ’ γάλα Τσακίλ. Τόμ’ ἄνοιξα τὰ ποδάριˬα τ᾿ς νὰ τ᾽ν ἀρμέξω, κατουρ’σε μέσ᾽ ᾿ς τὸ gερdέ’ αὐτόθ. Συνών. ἐν λ. ἀρμεγάρι, καρδάρα, καρδάρι. γ) Ξύλινον ἀγγεῖον χρησιμοποιούμενον διὰ τὸ πότισμα τῶν ζῴων. Σχινοῦσ. - Λεξ. Βερ., 14.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA