ἄναντρη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄναντρη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄναντρη ἐπίθ. θηλ. κοιν. ἄναdρη πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄνανδρος.

Σημασιολογία

1) Ἡ στερουμένη ἀνδρός, ἄγαμος κοιν.: Γυναῖκα ἄναντρη κοιν. Εἴμαστε ἄναdρες καὶ ὀρφανὲς Θήρ. Συνών. ἀνάντριστος, ἀνύπαντρη (ἰδ. ἀνύπαντρος). 2) Ἡ στερουμένη συζυγικῆς προστασίας ἢ χήρα κοιν. : Ἔμεινα ἄναντρη καὶ βασανίστηκα πολύ. Ὁ ἄντρας μου λείπει κ’ ἔμεινα ἄναντρη μὲ τέσσερα παιδιά. Τόσα χρόνιˬα ποῦ εἶμαι ἄναντρη ἐργάζομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/