γερινὲ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερινὲ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γερινὲ ἐπίρρ. Θρᾴκ. (Καλλίπ.) Καστ. Κωνπλ. Μεγίστ. Σίκιν. Τῆλ. γιρινὲ Θρᾴκ. (Καρωτ.) γερ’νὲ Εὔβ. (Χαλκ.) Πελοπν. (Νεάπ.) ’Ιθάκ. Προπ. (᾽Αρτάκ.) Σῦρ. - Λ. Παλάσκ., ’Ονοματολόγ., 32 Ν. Κοτσοβίλ., ᾽Εξαρτ. πλοίων 128 ’Α. Σακελλ., ᾽Εγχειρ. ἀρμενιστ. 226, 299 γιρ’νὲ Λέσβ. Σάμ. Στερελλ. (Τοπόλ.) Τῆν. (Κτικᾶδ.) ’ερινὲ Κάλυμν. ’ιρινὲ Μακεδ. (Κοζ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yerine = ἀντί, εἰς τὴν θέσιν τινός.
Σημασιολογία
1) Εἰς τήν θέσιν, εἰς ἀντικατάστασίν τινος, ἀντί τινος Θρᾴκ. (Καλλίπ. Καρωτ.) Κάλυμν. Κωνπλ. Λέσβ. Μακεδ. (Κοζ.) Μύκ. Προπ. (’Αρτάκ.) Σάμ. Σίκιν. Στερελλ. (Τοπόλ.) Σῦρ. Πῆλ. Τῆν. (Κτικᾶδ.): Οὑ τρανύτιρους κρατοῦσι μιˬὰ γρατσούνα κὶ τ’ν εἶχαν γιρινὲ κουbαρᾶ (γρατσούνα = ὑδροδοχεῖον ἐκ κολοκύνθης) Καρωτ. Μαζίτσα πῆγε κ᾽ ἡ γριˬά, ’ς μάννας γερινὲ Καλλίπ. Γερινὲ ποτήριˬα εἶχαν γιˬουρδέλιˬα (γιˬουρδέλιˬα = ξυλίνους κάδους) Τῆλ. Φᾶ’το γερ’νὲ ψωμὶ (φᾶγε το ἀντὶ ψωμιοῦ) ’Αρτάκ. Ψωμὶ γερινὲ Κωνπλ. Τρῶμε μακαρόνιˬα γερνὲ ψωμὶ Μύκ. Γιρινὲ σκούπα εἶχα τὰ χέριˬα μου Κτικᾶδ. Τὰ λουλ-λούδιˬα τοῦ στεφανιˬοῦ βάλ-λdουν dα ᾿ερινὲ στεφάνι ’ς τοὺς ἁγιˬοὺς τοῦ τέμπλου τῆς ἐκκλησιˬᾶς Κάλυμν. Φρ. Γέρι-γερινὲ (ὡς ἔδει, καλῶς ἔγινε) Τῆλ. 2) Εἰς θέσιν μόνιμον, μονίμως Εὔβ (Χαλκ.) ’Ιθάκ. Καστ. Μεγίστ. Μύκ. Πελοπν. (Νεάπ.) - Λ. Παλάσκ., ἔνθ’ ἀν. Ν. Κοτσοβίλ., ἔνθ᾽ ἀν. ’Α. Σακελλ., ἔνθ’ ἀν.: ’Ακόμα σὲ περιμένω, πῆες κ’ ἤκατσες γερνὲ Μύκ. Βάλε στὖλο ἐλίτικόνε νὰ dὸν ἔχῃς γερ’νὲ ’Ιθάκ. Ἔχω ’ς τὴ βάρκα καπνὸ γερνὲ Χαλκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA