γέρμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γέρμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γέρμα τό, σύνηθ. γέρμαν. Ρόδ. Χίος (Πισπιλ.) ᾽έρμα Κεφαλλ. (Δειλιν.) Νάξ. (’Απύρανθ.) ἄγερμα Κύθηρ. ἔγερμα Χίος γεῖρμα Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Λευκ. Πελοπν. (Βασαρ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) Σύμ. - Χ.Χριστοβασ., Ἀγάπ. 2, 8. γεῖρμαν Κύπρ. ἔγειρμα Λέσβ. (Ἀγιάσ.) Μακεδ. (Βελβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γέρνω. Οἱ τύπ. γεῖρμα, ἕγειρμα ἐκ τοῦ ἀορ. ἔγειρα. Ὁ τύπ. ἔγερμα ἐκ τοῦ ἔγειρμα διὰ τὸ ρ ἢ τὸ γέρνω.
Σημασιολογία
1) Ἡ κλίσις τοῦ σώματος, ἐνιαχ.: ᾌσμ. Ἄλλο ποὺ δὲ μὲ μάρανε παρὰ τὸ λακριδί σου, τὸ γέρμα καὶ τὸ λύισμα ποὺ κάνει τὸ κορμί σου (λακριδὶ== ὁμιλία) Θήρ. Εἶσαι ψηλός, εἶσαι λιγνός πλεγμένος μὲ τὸ σύρμα, σοῦ στέκει ἡ προβατησιˬά, σοῦ στέκει καὶ τὸ γεῖρμα Ζάκ. Συνών. γερμός, γέρσιμο. 2) Ἡ κλιτύς, ἡ πλευρὰ ὅρους ἤ κατωφεροῦς ἐδάφους, ἡ κατωφέρεια ἐνιαχ.: Ὁ τόπος ἔχει γέρμα Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Μεσ’ ’ς τὸ ’έρμα τοῦ βουνοῦ εἶν’ ὁ φάραgας Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔχε, παιδί μου, τὸ νοῦ σου νὰ μὴ bααίνῃς καθόλου ’ς τὰ ᾿έρματα αὐτόθ. Κεῖνο dὸ ’έρμα ’ναι φόβος καὶ τρόμος αὐτόθ. Ἔχει κ’ ἐδῶ γέρμα τὸ ποτάμι Εὕβ. (Βρύσ.) Κουράιˬου, κὶ τιλε͜ιώ οὑ ἀνήφουρους. Σὶ λίγου ἁρ’νάει τοὺ γεῖρμα Σάμ. 3) Ἡ ἀπόκλισις τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν δύσιν καὶ ὁ περὶ ταύτην χρόνος τῆς ἡμέρας ἤ καὶ ἡ δύσις τοῦ ἡλίου πολλαχ. Ἔγειρμα ἡ μέρα ἀκοῦσαν ἕνα μιρακλίδ’κου τραγούδ’σμα Λέσβ. Ἔλα ’ς τὸ ἄγερμα τοῦ ἥλιˬου Κύθηρ. ’Σ τὸ γέρμα τοῦ ἥλιˬου ἤρταμε Χίος. Γέρμα ἡλιˬοῦ ἦρθι τοὺ αὐτοκί’του Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) - Ὁ καιρὸς ἤτανε βροχερός. Κατὰ τὸ γέρμα, τὸ φέγγος τοῦ ἡλίου λοξοχυνότανε ἄσπρο καὶ μαραμένο Π.Βλαστ., Κριτικ. Ταξίδ., 13. || Φρ. Γεῖρμαν ἥλιˬου (ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα) Κύπρ. Γεῖρμαν τοῦ μεσομερκοῦ (ἐνωρὶς τὸ ἀπόγευμα) αὐτόθ. Γεῖρμαν τῆς ἡμέρας (τὸ ἀπόγευμα) αὐτόθ. Τὸ γέρμαν τῆς ἡμέρας (τὸ ἀπόγευμα) Ρόδ. Γεῖρμα τσῆ ’ ἡμέρας (ἀπόγευμα) Σάμ. Μὲ τὸ γέρμα (κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ’Σ τὸ γέρμαν τοῦ ἥλιˬου (ὁμοίᾳ τῇ προηγουμένῃ) Χίος (Πισπιλ.) Ἔρμα ἥλιˬου (ἡ δύσις τοῦ ἡλίου) Κεφαλλ. Ἔγειρμα ἡλιˬοῦ (ὁμοίᾳ τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. (’Αρν.) Τοὺ γέρμα τοῦ ἥλιˬου (ὁμοίᾳ τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γέρματα τοῦ ἥλιˬου (περὶ τὴν δύσιν) Κυκλ. || ᾌσμ. Κανάτα πίνω τὸ πρωί, bότσα τὸ μεσημέρι καὶ μὲ τὸ γεῖρμα τοῦ ἡλιˬοῦ στραgίζω τὸ βαρέλι Πελοπν. (Βασαρ.) Ἀπάν’ ’ς τὸ γέρμα τοῦ ἡλιˬοῦ καὶ ’ς τὸ βασίλεμά του λέπω μιˬὰ κόρη ρόιˬδινη, μιˬὰ κόρη μαυρομάτα Στερελλ. (Παρνασσ.) Ποτέ σου γέρμα τοῦ ἡλιˬοῦ νὰ μὴ μοιρολογήσῃς Θρᾴκ. (Αἶν.) - Ποίημ. Κ᾿ εἴμαστ’ ἐκεῖ ἀντικρύζοντας τὸν ἥλιˬο πιˬὰ ’ς τὸ γέρμα, ποὺ ξάπλων’ ἐρωτόδρομο, ποτάμι ἀπὸ χρυσάφι μέσ’ ς’ τὰ γελούμενα νερὰ Μ. Τσιριμῶκ., Σονέττ., 65. Συνών. ἀνάγερμα 7 καὶ ἐν λ. βασίλεμα 2. 4) Ἡ προβεβηκυῖα ἡλικία, τὸ γῆρας, αἱ δυσμαὶ τοῦ βίου ἐνιαχ.: Ἤπιρνίς dουν γιὰ πα’κάρ’ τσὶ μ᾿ ὅλουν τοῦτουν ἦdαν ’ς τοὺ ἔγειρμα τσ᾿ ζουγῆς-ι d Λέσβ. (Αγιάσ.) - ’Σ τὸ γέρμα τῆς ζωῆς Λεξ. Δημητρ. 5) Θόλος, ἁψὶς οἰκίας, γεφύρας ἤ ὁδοῦ Χίος: Φρ. Σήμερα εἶχα γέρματα (εἰργαζόμην εἰς τοὺς θόλους). Ἡ σημ. καὶ ἐκ Χιακοῦ ἐγγρ. τοῦ 1720: «καὶ ἂν λάχῃ καὶ χαλάσῃ τὸ γέρμαν, νὰ τὸ ξανακτίζουν τὰ δύο μέρη καὶ ἡ Μαρουλοῦ νὰ μὴν ἔχῃ κἀμμίαν ἔξοδον». β) Θολωτὸς οἰκίσκος Χίος. 6) ’Επεξοχὴ ἐσωτερικῶν ἀντιμετώπων πλευρῶν τοίχων οἰκοδομῆς Τῆν.: Ἀποὺ πάνου άπ’ τοὺ γέρμα ἤβαλα τὰ στιγάδιˬα (στιγάδιˬα=πλάκες τῆς ὀροφῆς). 7) Τὸ πρῶτον πρὸ τῆς σπορᾶς ὄργωμα Πάρ. Ἡ λ. ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬάρμα τό, Πελοπν. Στρέζ.) Γέρμα ἡ, Ἤπ. Πελοπν. (Μάν.) Στερελλ. (Ἀστακ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA