γερμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γερμὸς ὁ, Λεξ. Βάιγ. Βλασ. 364 ’ερμὸς Νάξ. (Ἀπυρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γέρνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Γέρμα 1, ὃ ἰδ., Νάξ. (Ἀπύρανθ.) - Λεξ. Βάιγ.: Εἶdα ᾽ερμὸς ἤτονε καὶ τό ’χυσες ὅλο μαζὶ κ’ ἐκόντευγε νὰ μὲ πνίξῃς; Ἀπύρανθ. Εἷdα ᾽ερμὸς ’τον εὐτὸς κ’ ὲκατάβρεξες τὸ gόσμο; αὐτόθ. 2) Γέρμα 3, ὃ ἰδ., Λεξ. Βλαστ. ἔνθ᾽ ἀν. 3) Ἡ στροφή, τὸ γύρισμα Λεξ. Βάιγ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γερμοῦ τοῦ, Πελοπν. (Τριφυλ.).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/