γέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γέρνω κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Πόντ. (Ἰνέπ.) γέρνου κοιν. βορ. ἰδιωμ. Εὔβ. (Βρύσ. Κονίστρ. Κουρ. Κύμ. Ὀξύλιθ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ἀγέρνω Ἀπουλ. (Καστριν. Στερνατ.) - Λεξ. Βλάχ. ἐγέρνω, Ἀπουλ. (Καστριν. Μαρτ.) ἐgέρνω Ἀπουλ. (Μαρτιν.) ’έρνω Κάλυμν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ρόδ. (Κάστελλ.) γέρω Ἤπ. (Θεσπρ.) Θεσσ. (Βαθύρρ.) Σύμ. γέρ-ρω Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) γείρω Κύπρ. - Λεξ. Μπριγκ. γείρνω Κύπρ. Μεγίστ. Νίσυρ. - Λεξ. Μπριγκ. γείρουρ ἔνι Τσακων. (Πραστ.) γείρω ᾿μα Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬούρνω Πελοπν. (Γέρμ. Μάν. Ξῃροκ.) Ἀόρ. ἐγείρτ’σα Τσακων. (Πραστ.) ἀγκεὶρ Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ.) ἀορ. ἄγειρο - ἀγείρετε Ἀπουλ. (Καλήμ. Καστριν. Κοριλ.) Ἀπαρ. ἀορ. γείρει Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. ) Μετοχ. ἐνεστ. γέρ-ρον-dα Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Μπόβ.) γέροντα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτ.) Ἀορ. γείρονdα Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) γείροντα Ἀπουλ. (Καλήμ. Καστριν. Κοριλ.). Μέσ. γέρνομαι Θρᾴκ. (Βιζ.) Κάρπ. Κρήτ. γέρ-ρομαι Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) Παθ. ἀόρ. ἠγέρτην Κάρπ. ἐγέρτηνα Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) γέρτηκα Θρᾴκ. (Σαμακόβ.) γέρτηκα Θρᾴκ. (Βιζ.) Προστ. Παθ. ἀορ. γέρτου - γερτούτεστα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστρ.) γέρτα - γερτᾶστε Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Μπόβ.) Ἀπαρ. παθ. ἀορ. γερτῆ Ἀπουλ. (Καλήμ. Καστριν. Κοριλ.) Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Μετοχ. ἐνεστ. γερ-ρόμενο Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Μπόβ.) Παθ. ἀόρ. γερτῶνdα Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Μπόβ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γέρνω, ὃ ἐκ τοῦ ἐπίσης Βυζαντ. ἐγέρνω, ὅπερ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐγείρω. Βλ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 129-131. Ὁ τύπ. γείρω ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀόρ. ἔγειρα. Ὁ τύπ. γέρρω κατὰ προληπτ. ἀφομ. τοῦ ν. Ὁ τύπ. γιˬούρνω κατὰ σημασιολογικὸν συμφυρμὸν πρὸς τὸ γυρνῶ - γιˬουρνῶ.

Σημασιολογία

Α) Μεταβ. 1) Ἐγείρω, σηκώνω Ἀπουλ. (Καλήμ. Καστριν.) Σέριφ.: Ἔγειρε λιˬὸ τὰ μάδιˬα, τσὴν εἶδε τσαὶ εἶπε (ἐσήκωσε λίγο τὰ μάτια, τὴν εἶδε καὶ εἶπε) Καλημ. Αὐτὸς bορεῖ νὰ γείρῃ μιˬὰ bέτρα; (ἀδυνατεῖ ἕνεκα γήρατος νὰ σήκώσῃ λίθον) Σέριφ. Γέρνω ἕνα λ-λισάρι (=σηκώνω ἕνα λιθάρι) αὐτόθ. Ἄειρο τὸ μιˬούλι (ὕψωσε τὸ ποτήρι) αὐτόθ. Ἄ’ κ-καὶ γεῖρε τὸ παιdὶ (πήγαινε καὶ σήκωσε τὸ παιδὶ) Καστριν. 2) Κάμνω κἄποιον νὰ κλίνῃ πρὸς τὰ κάτω, δίδω κλίσιν πρὸς τὰ κάτω εἴς τι ἀντικείμενον σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Βουν.) Τσακων.: Μὲ γέρ-ρει ὁ ὕπλο (= μὲ γέρνει ὁ ὕπνος) Βουν. Ἄμ-μὲ γείρῃ ὁ ὕπλο, κιˬουμοῦμαι (= ἄν μὲ γείρῃ ὁ ὕπνος, ἂν μὲ κάμῃ νὰ κλίνω, κοιμοῦμαι) αὐτόθ. Γέρνω τὸ βαρέλι - τὸ κανάτι - τὸ ποτήρι - τὸ κορμὶ - τὸ κεφάλι σύνηθ. Γεῖρε τὸ σταμνὶ νὰ πιˬῶ μιˬὰ ὀλιˬὰ νερὸ Κρήτ. (Σήτ.) Γεῖρε τὸ τσικάλι νὰ σοῦ βάλω τὸ φαΐ αὐτόθ. Γεῖρνα τὸ bουκάλι νὰ πέσῃ τὸ μέλι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Γεῖρε τὴ βαρέλα νὰ χιˬουθῇ ὅλο τὸ νερὸ αὐτόθ. Φουβᾶτ’ νὰ γείρ’ τοὺ ρουΐ, νὰ μὴ bέσ’ πουλὺ λάδ’ ’ς τοὺ φαΐ Εὔβ. (Ἄκρ.) Μωρ’, ἀποϋρίζου μὴ ’είρῃς τὴ gουκνουκιˬὰ νὰ χυθῇ τὸ λάδι (ἀποϋρίζου = πρόσεχε, κουκνουκιˬὰ = δοχεῖον ἐλαίου) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μὴ dὸ γέρνῃς τὸ πιˬάτο, θὰ σοῦ χυθῇ τὸ φαΐ Εὔβ. (Βρύσ.) Γεῖρ’ τὸ γυˬαλὶ νὰ μπαῇ τὸ ποῦμα (γεῖρε τὸ μπουκάλι νὰ ἐξέλθῃ τὸ πῶμα) Τσακων. Μὴ γέρῃς τὴβ βάρκα, γιˬατὶ ’ὰ βουλ-λίσουμε Σύμ. Γέρνε τὴ gεφαλή σου κάτω Κρήτ. (Σήτ.) || Φρ. Τὰ γείραμι τὰ βαρέλιˬα ’δῶ κ’ ἕνα μῆνα (τὸ κρασὶ ἐσώθη πρὸ μηνὸς) Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) Γείρατι τ’ bακίρα (ἐγείρατε τὸ χάλκινον δοχεῖον. τὴν τελευταίαν στιγμήν κατεστρέψατε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐδημιουργήσατε) Λέσβ. (Πολυχνίτ.) - Δὲ γέρνω τὸ κεφάλι (δὲν ὑποτάσσομαι) Λεξ. Πρω. Δημητρ. Συνών. φρ. Δὲ σκύβω τὸ κεφάλι. || ᾎσμ. Κυπαρισσάκι μ’ ἀψηλὸ πού ’σι ’ς τὴν Ἅγιˬα Λαύρα, γιˬὰ γεῖρε τὰ κλουνάριˬα σου πάνου ’ς τὰ φυλλοκάρδιˬα Λῆμν. – Ποιήμ. Ὁ Ὄλυμπος ἐκοίταξε τὴν ὄμορφη τὴν Ὄσσα καὶ γέρνει, γέρνει τὴν κορφὴ καὶ τὴν φιλεῖ ’ς τὸ στόμα Ἀ.Βαλαωρ., Ἔργ. 2, 105. Βλέπεις ἡ δύναμή μου δὲ φθάνει. Τὰ γεράματα μὲ πλάκωσαν, μὲ γέρνουν Ἀ.Βαλαωρ., ἔνθ’ ἀν. 3, 28. Θανάτου ἐτιˬὰ ποὺ τὰ κλωνάριˬα γέρνεις Δ.Σολωμ., 137. Ἡ σήμ. καὶ Βυζαντ. Πβ. ’Ιμπέρ. καὶ Μαργαρ. στ. 666 (ἔκδ. S. Lambros, σ. 278) «ἐγέρνει τὰ βαρέλια νὰ ἰδῇ νὰ ἐξεικάσῃ». β) Χύνω ὑγρὸν ἐκ δοχείου τὸ ὁποῖον κρατῶ μετέωρον καὶ κεκλιμένον Ἀστυπ. Θεσσ. (Ἀϊβάν.) Θήρ. Κάλυμν. Κρήτ. (Ἀνατολ. Κακοδίκ. Πεδιάδ. Σητ. κ.ἀ.) Κύπρ. (Αἰγιαλ. Μένοικ.) Κῶς (Καρδάμ. Κέφαλ. Πυλ.) Νίσυρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Τριχων.) Σύμ.: Γέρνα μbζὸν οἱ δράτσοι ν-νερὸ ν-τζαὶ πλύτθητσε (ἔχυναν πλέον οἱ δράκοι νερὸ καὶ πλύθηκε) Ἀστυπ. Γεῖρι μ’ λίγου νιρὸ Ἀϊβάν. Πάει ἡ μάννα του νὰ πιˬάσῃ τὴ στάμνα νὰ τοῦ γείρῃ νὰ νιφτῇ Θήρ. Ἄνε τσυλήσῃ τὸ ν-νερό. ’ὰ τὸ ’είρωμε πά’ ’ς τὸν νάτθο (=ἂν θὰ κυλήσῃ τὸ νερό, θὰ τὸ χύσωμεν ἐπάνω εἰς τήν στάχτήν) Κάλυμν. Γέρνε μου νερὸ νὰ πλυθῶ Κρήτ. Τὴν ἰδιˬαμένη στιμὴ ἐdάκαρα καὶ τσῆ ’γερνα νερὸ κρυγιˬὸ ’ς τὴ gεφαλὴ τζης (τὴν ἰδιˬαμένη στιμὴ = ταυτοχρόνως, ἐdάκαρα = ἤρχισα) Ἀνατολ. Πάει καὶ λέει τοῦ τυροκόμο νὰ τοῦ γείρῃ νερὸ νὰ λουστῇ Κακοδίκ. Γέρνε νὰ πλύνωμε τὸ τσικάλι Σήτ. Ἔγειρέν του τζαὶ μέσ’ ’ς τὸ στόμαν νερὸν τῆς ἀθάνατης πηγῆς Κύπρ. Σὰν λούν-νεται, γείρνει νερὸν πάνω του μὲ τὸν μαστραπ-πᾶν τσαὶ φεύκουν οἱ σαπουν-νιὲς Αἰγιαλ. Γέρνουν τζαὶ λ-λίον νερὸβ βραστὸν Μένοικ. Γεῖρε λ-λιο λ-λάιν ᾽ς τὴ σ-σαλάαν (χῦσε ὀλίγον λάδι εἰς τὴν σαλάταν) Καρδάμ. Γείρε μου νὰ πλύν-νω τὰ έρgιˬα μου αὐτόθ. Ἐπῆε νgαὶ τοῦ γέρνα νερὸ Κέφαλ. Γέρνομέ ντου συνέεια κρύο ν-νερὸμ ’πὸ τοὺς κουβᾶδες Πυλ. ’Σ τ’ν πόρτα στέκιτι ἕνα πιδὶ καὶ γέρ’ νιρὸ ἀπ’ τοὺ μπουτσ’νάρ’ μκιˬανῆς πουτίστρας ἄκουπα (μπουτσ’νάρ’ = δοχεῖον ὕδατος, ἄκουπα = ἀδιακόπως, συνεχῶς) Αἰτωλ. Γεῖρι μ’ νὰ ’φτοῦ Τριχων. ᾿Εγώ, πατέρα, εἶδα τὸ φενgάρι κ’ ἕνα ἄστρο κ᾿ ἔπιˬασε τὸ φενgάρι κ᾽ ἔγειρε τοῦ ἄστρου νὰ πλυθῇ (ἐκ παραμυθ. ) Νίσυρ. Γεῖρε μου κομμάιν νερὸν (κομμάιν = ὀλίγον) Σύμ. || ᾎσμ. Πάνω ’ς τὰ τριαdαοχτὼ ἤπεσα λιγωμένος κ’ ἐγέρνασί μου τὸ νερό, μὰ ’γώ ’μου bοθαμένος Κρὴτ. Στήνει τραπέζιν, βάλ-λει τους τσαέρες κιˬ ἀκκουμποῦσι χρουσὸν γκυˬαλ-λὶν ’ς τὸ χέριν τους καὶ γείρνει τους νὰ πιˬοῦσι Κύπρ. Σταμνιˬὰ νερὸ τῆς γέρνουσι γιˬὰ νὰ συφ-φέρ’ ὁ νοῦς της Νίσυρ. - Ποιὴμ. Ὅπως μιὰ πέτρα ’ς τὴν φωτιˬὰν ποὺ καίεται κιˬ ἀσπρίζει κιˬ ὥς ποὺ τῆς γείρνεις τὸ νερὸν ἀφρίζει, τιτσιρίζει Χ.Παλαίσ., Θάνατ. Εἰρὴν., 13. Τότε αὐτὸς ἐζήτησεν νερὸν γιˬὰ νὰ τοῦ γείρῃ κ’ ἐκείνη τὸ κατάλαβεν πὼς ἔν’ γιˬὰ νὰ τῆς φύγῃ Χ.Σταύρου, Διπλοῦς φόν., 4. Συνών. χύνω. 3) Δίδω πλαγίαν κλίσιν εἰς οἱονδήποτε πρᾶγμα ἤ ἀντικείμενον κοιν. καὶ Τσακων.: Γέρνω τὴν πόρτα - τὸ παράθυρο. Γεῖρε τὴ bόρτα, γιˬατὶ εἶναι κρύο κοιν. Ἐτσὰ θὰ γείρω τὶς πόρτες Σίφν. Γεῖρε τὸν πόρε (κλεῖσε τὸν πόρον, τὴν θύραν) Τσακων. ’Ιὰ ’εῖρε τὴν αὐόπορτα, νὰ ψάξωμε μιˬὰ στιμῆς νά ’βρωμεν εὐτὰ bοὺ θὲς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’Είρετε τὴ bόρτα ’ιˬατὶ κάνει κρύο αὐτόθ. β) Δίδω ὁριζοντίαν κλίσιν, κατακλίνω, ἑξαπλώνω τι, τοποθετῶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Πελοπν. (Κυνουρ.) - Ἀ.Βαλαωρ., Ἔργα 2, 155: Dεπόϊ σταν-νών-νουνε τὰ ροῦχα καὶ πόι ’ὰ συανών-νω καὶ πόι ’ὰ στιρέω καὶ πόι ’ὰ γέρνω (dεπόι = Ἰταλ. Depoi = ἀφοῦ, πόι = Ἰταλ. Poi = ἔπειτα, στιρέω = Ἰταλ. Stirare = σιδερώνω, ἀφοῦ στεγνώσουν τὰ ροῦχα, κατόπιν τὰ μαζεύω, ὕστερα τὰ σιδερώνω καὶ κατόπιν τὰ τακτοποιῶ εἰς τὸ μπαοῦλον) Καλὴμ. || Παροιμ. Γιˬὰ ἴσιˬα πέρα γεῖρτε τον, δὲν ξέρω τὶ μὲ βρίσκει (ἐπὶ τοῦ λαμβάνοντος προκαταβολικῶς τὰ ἀναγκαῖα μέτρα πρὸς ἀποφυγὴν μελλοντικῶν δυσχερειῶν. Ἡ παροιμ. ἐκ δημώδους ᾄσματος περιγράφοντος τὴν παράκλησιν συζύγου ἱερέως νὰ μὴ θάψουν τὸν σύζυγόν τὴς καθήμενον, κατὰ τὸ κρατοῦν διὰ τοὺς ἱερεῖς ἔθιμον, ἀλλὰ κατακεκλιμένον διὰ τὸ ἐνδεχόμενον δευτέρου γάμου της) Κυνουρ. || Ποίημ. Μέρα καὶ νύχτα ἀκοίμητο τ’ ἀλέτρι του δουλεύει, ἐσυνεπῆρε τὸ βλαστό, τὸν ἔγειρε ’ς τὸ χῶμα Ἀ.Βαλαωρ., ἔνθ’ ἀν. γ) Ἐπὶ νεοδμήτου οἰκίας, δίδω τὴν τελευταίαν κλίσιν, κατασκευάζω τὴν ἐπικλινὴ στέγην Χίος: Τὸ ἔγειρε τὸ σπίτι. 4) Δίδω στροφὴν εἰς πρόσωπον, ζῷον ἢ πρᾶγμα, στρέφω, γυρίζω πολλαχ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Τσακων.: Τὰ γεῖραν τὰ γίδιˬα κατ’ τὴν Πέτρα μέσα Στερελλ. (Παρνασσ.) Ἔγειρι τὸ λαγὸ τὸ σ’λλὶ αὐτόθ. ᾿Εγείρτε τὸν ὄνε τάνου (ἐγύρισε, ἤλλαξε τὴν κατεύθυνσιν τοῦ ὄνου πρὸς τὰ ἄνω) Τσακων. Θὰ τὰ γείρω τὰ βόγιˬα ’ς τὸ βουνὸ Πελοπν. (Σουδεν.) Τ᾿ ἅρπαξι καὶ τά ’γειρι δρουμῆς ᾿ς τοὺ κουτρώ’ (ἐνν. τὰ βόδιˬα, τὰ πρόβατα κλπ.) Εὔβ. (Ἄκρ.) Τ’ς πῆγαν κυ’γῶντα ὥς κε͜ιαπάν’ ’ς τ’ ρά’. Τ’ς ἔγειραν κάτ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γεῖρι του λίγου τοὺ κριββάτ’ Θεσσ. (Ἀϊβάν.) Τό ’γειρε τὸν κατήφορο κυνηγῶντας τὸ στοιχε͜ιὸ μὲ τὸ σπαθὶ (ἐνν. ὁ Ἅγιος Γεώργιος) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Πήγαινε νὰ γείρῃς τὸ νερὸ Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Γεῖρ’ τ’ αὐλάκ’ (στρέψε ἀλλοῦ τὸ νερὸν τοῦ ἀρδευτικοῦ αὔλακος) Τῆν. Ὅταν ἔβρεχε, πηγαίναμε καὶ γέρναμε τὸ χωράφι (ὠργώναμεν τὸ χωράφι, προετοιμάζαμεν αὐτὸ διὰ σπορὰν) Ἀντίπαρ. Τό ’γειρες τὸ χωράφι; Πάρ. Ἐγεῖραν κάμποσον ἀσβέστην ἄσβηστον μὲ τὸ νερὸν τζ’ ἐκροῦσαν τους (ἀνεκάτεψαν μὲ νερὸν ἀσβέστην ἄσβηστον καὶ τοὺς ἐκτύπησαν) Κύπρ. - Ἦταν ὥρα ποὺ θά ᾿γερναν τὸ κοπάδι τὰ βόιˬδα ’ς τὸ χωριˬὸ ἀπ’ τὰ βουκολε͜ιὰ οἱ βοϊδολάτες κάτω Κ.Πασαγιάνν., Μοσκ., 24. Ἄν ὁ ἀετὸς ἔχῃ μικρὰ ’ς τὴ φωλιˬά του, ἁρπάζει τὸ πρᾶμα ’ς τὰ νύχιˬα του καὶ τὸ γέρνει ’ς τὰ βράχιˬα (πρᾶμα = πρόβατον ἤ ἐρίφιον) Δ.Λουκόπ., Ποιμεν. Ρούμελ, 146. Δὲ μοῦ ’ταξες πὼς θὰ τὴν ἁπαρατήσῃς γιˬὰ τὴν ἀγάπη μου; Ἔγειρες τώρα τὴ γνώμη σου; Νουμ. 383, 3. || Φρ. Γέρνω bουγάδα (ἐπιχέω εἰς τὰ πρὸς πλύσιν ροῦχα θερμὸν ὕδωρ μετὰ τέφρας ἀναμεμειγμένον καὶ κατασταλαγμένον, ἀλισσίβαν) Κρὴτ. Γέρνω τήμ-bουάδα Κῶς (Καρδάμ.) || ᾌσμ. Χίλιˬες φορὲς ἐσκέφτηκα γιˬὰ νὰ σ’ ἀπαρατήσω μὰ εἶν’ ἡ ἀγάπη σου γλυκε͜ιὰ κιˬ ὅλο μὲ γέρνει πίσω Κέρκ. (Κάτω Γαρ.) Γεῖρε, παπᾶ, τὰ στέφανα καὶ βάρ’τα τσῆ κουbάρας Κέρκ. (Σιναρᾶδ.) Καὶ τὸ μικρὸ ἀρχοντόπουλο, | μικρὸ καπετανόπουλο, μάιδε τὸ καπέλο γέρνει, | μάιˬδε τὸ παραστραβαίνει Πελοπν. (Δίβρ.) Ἑφτὰ ἁλυσιδκιˬὲς χρυσᾶ γέρνει τες τοῦ λαιμοῦ της Κύπρ. Βάστα, βοσκέ, βοσκόπουλε, καὶ τὰ σφαχτὰ σοῦ πῆρα. -Γιˬὰ πέ μ’, ἀηˬδόνι τσῆ κορφῆς, σὲ πο͜ιὰ gορφὴ τὰ γεῖρα; Κρὴτ. β) Παρακάμπτω τοπικόν τι ὅριον, κάμπτω, στρέφω Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἤπ. Κάρπ. Κύπρ. Ρόδ. Σίφν.: Τοὺν πῆρι τοὺ μάτ’ μ’ π’ ἔγειρνι τ’ ρά’ Ἄκρ. Κιˬ ὅντ’ ἕγειρα τὴ ράχη Ἤπ. Αὐτὸς ἤγειρε ’ς τὸ καμπαναρε͜ιὸ (ἔκαμψε τὸ κωδωνοστάσιον, ἔστριψεν εἰς τὸ κωδωνοστάσιον) Σίφν. Ἔειρεν τὸ χωριˬὸ (ἔφυγεν εἰς τὸ χωρίον) Ρόδ. Ἔειρεν τὸ στάβλο (ἐπῆγε εἰς τὸν στάβλον) αὐτόθ. Ἅμα γείρῃς τὸ βουνό, ἕν’ νὰ ᾿δῇς τὸ χωρκὸν Κύπρ. || ᾌσμ. Πόθε ν᾿ ἀνέβω τὸ βουνό, νὰ γείρω τὸ λαγκάι, νὰ κυνηγήσω τὸ λαό, νὰ τὸν τυροκομήσω; Κάρπ. Πετρίτζιν μου κακ-κουριστόν, ποὺ γείρνεις τὸ λαόνι, πέ μου ποῦ πίν-νεις τὸ νερὸ νὰ πάω νὰ πκιˬῶ τζ’ ἐγιˬώνι; (κουκ-κουριστόν, αὐτὸ ποὺ κακκαβίζει, κελαϊδεῖ, λαόνι = κοιλάς, ἐγιˬώνι = ἐγώ) Κύπρ. Σαράντα πέντε γερανοὶ ἐεῖραν τὸν Ἀκάμαν κιˬ ὅσοι μ’ ἐφοβερίζασιν, τίποτες ’ὲν μοῦ ’κάμαν αὐτόθ. γ) ᾿Επὶ πλοίου τοιχίζω, ἑγκλίνω Ν.Κοτσοβίλ., Ἐξαρτ. πλοίων, 128 - Λεξ. Γαζ. Β) Ἀμτβ. 1) Ἔχω ἤ λαμβάνω κλίσιν, κλίνω πρὸς τὴν ἑτέραν κατεύθυνσιν, ἀποκλίνω κοιν. καὶ Πόντ. (᾿Ινέπ.) Τσακων.: Γέρνει ὁ τοῖχος - τὸ δέντρο - τὸ κλωνάρι - τὸ καντάρι - ἡ ζυγαριˬὰ - ἡ πλάστιγγα - ἡ βάρκα κοιν. Ἔγειρε νὰ πάρῃ λιθάρι Ἤπ. (Θεσπρωτ.) Γέρνει ἀπὸ τὸν ἕνα νῶμο Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Μήγ-γέρνῃς ’πὸ τήμ-πάνdαν Κῶς (Καρδάμ.) Ἡ gεφαλή του γέρνει ᾿ς τὴμ μίαν πάνταν Κύπρ. Ἔγιˬουρα νὰ ἰδῶ κ’ ἔπεσα Πελοπν. (Πλάτσ.) Ἔχου γείρ’ Μακεδ. (Δρυμ.) Τὸ καΐ’ γέρνει Ψαρ. Τὰ δεdρὰ γέρνουν ἀπὸ τὸ gάματο (οἱ βελανιδιˬὲς κλίνουν ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ καρποῦ) Κρήτ. Ἄγειρε τὸ κυπαρίσσι Κύθηρ. Τὰ κλωνάρια τοῦ δέντρου ἠγέρνανε Ἰων. (Κρὴν.) Ἔγειραν τὰ κλώνιˬα τοῦ βασιλικοῦ Μεγίστ. Ἡ μ᾽λιˬὰ ἔ’ πουλλὰ μῆλα κ᾽ ἔγειραν τὰ κλουνάριˬα, κουντεύ’ν νὰ σπάσ’ν Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Τὸ σιτάρι ἤγειρε καὶ θέλει θέρο Κεφαλλ. Γέρνει τὸ φόρτωμα τοῦ γαϊδουριˬοῦ Πελοπν. (Τριφυλ.) Γέρ’ τοὺ μ᾿λάρ’ (κλίνει τὸ φορτίον πρὸς τὸ ἓν μέρος) Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἄγειρε τὸ ζῶ Κύθηρ. Ἤγειρε τὸ ντζῶ Πάτμ. Ἰγέρ’ τοὺ ἄλογου Μακεδ. Εἶνι γειρμένου τ᾽ ἄλογον, δὲν τοὺ βλέπ’ς; Στερελλ. (Ἀχυρ.) Γέρνει ὁ γάδαρος καὶ δὰ ξεσομαρίσῃ Κρήτ. (Νεάπολ.) Πλιˬὰ βαρύ ’ναι τὸ ἕνα μιγόμι καὶ γέρνει ὁ γάιˬδαρος αὐτόθ. Γέρνει ὁ ’άδαρος καὶ θὰ dουbάρῃ τὸ σομάρι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γιˬούρνει τὸ μουλάρι, θὰ ξεσαμαρίσῃ Πελοπν. (Ξηροκ.) Τρέχα κ’ ἴγειριν τοὺ γουμάρ’ Μακεδ. (Φυτ.)  ὄνε ἔνι γείρου, ὄ σ᾿ ὁροῦ; (ὁ γάϊδαρος γέρνει, δὲν βλέπεις;) Τσακων. Τὸ μάζι ἔ’ γύρουντα (τὸ μουλάρι γέρνει, γέρνει τὸ σαμάρι του) αὐτόθ. Εἶνι γιρμέ ἡ μιριˬὰ ἀπ’ τὴν ὥρα π’ φόρτουσα Στερελλ. (’Αχυρ.) Γέρνει τὸ πέζο Ζάκ. Γέρνει τὸ φορτὸν (τὸ φορτίον) Τῆλ. Γέρα ἁ μία πλευρὰ (γέρνει τὸ ἕνα πλευρόν, τὸ φορτίον) Τσακων. (Χαβουτσ.) Γέρνει πουλὺ ἡ παλάντζα Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἔγειρι τ’ ἀγκουνάρ’ ἀπ᾿ τοὺ σπίτ’ Μακεδ. (Κοζ.) Γέρνει ὁ τοῖχος καὶ θαρῶ πὼς δὰ χαλάσῃ Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) Γέρνει πολὺ ὁ τόπος (= ἔχει κλίσιν) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Γέρνει τοὺ μέρους κὶ γλιστράου Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἐκεῖ πὸ ᾿κράτα τὸ κατοστάρι, ἔγειρε λιγάι καὶ τοῦ ’χιˬούθη τὸ λάδι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Πρόσεχε τὴν τσαέραν σου, γιˬατὶ ’ὲν κάθεται καλὰ τζαὶ ἔν νὰ γείρῃ Κύπρ. Ἐγείρτ’σε ἁ κουνία τ’ ἐτσεχύε τὸ ὕο (ἔγειρεν ἡ στάμνα καὶ ἐχύθη τὸ ὕδωρ) Τσακων. Ἔγειρι τοὺ κανάτ’ κὶ χύθ’κι τοὺ νιρὸ Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἤειρε g’ ἐχύθην ὅο dὸ κρασὶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γέρνουν τὰ νερὰ Χίος. Καθὼς γέρνουνι τὰ νιρὰ οὑρίζ’ τοὺ χουριˬὸ (καθὼς κλίνουν τὰ νερὰ ὁροθετεῖται τὸ χωρίον) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γέρ’ ἡ μύτ’ τ’ς σὰν τοῦ γιρακιˬοῦ Θεσσ. (Βαθύρρ.) Ὁ κάλυκας γέρνει καὶ δὲν εἶναι καλοβιδωμένος (ὁ ἐκ λευκοσιδἡρου σωλὴν ἔχει κλίσιν καὶ δὲν ἔχει στερεωθῆ καλὰ) Κρῆτ. (Ἅγιος Γεώργ.) || Φρ. Ἤειρε τὸ gατήφορο (ἤρχισε νὰ καταβάλλεται σωματικῶς, νὰ χάνῃ δυνάμεις) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γέρ’ ἡ καρδιˬά του (ἐξασθενεῖ, ἀδυνατίζει) Σίφν. Εἶνι γιρμέ’ ἡ καρδιˬὰ μ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σάμ. || Παροιμ. φρ. Ὅπου ’έρνει ἡ bελάdζα, κλίνει εὐτὸς πάdα (πάντοτε εὑρίσκεται μὲ τὸ μέρος τοῦ κρατοῦντος πολιτικοῦ άνδρὸς) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Λίγα λόιˬα κ’ ἡ βάρκα γέρ’ (δὲν χρειάζομαι πολὺ διὰ νὰ ἐρεθισθῶ, ἐκμανῶ) Σάμ. || Παροιμ. Ἄ δὲ ’έρνῃ ’άδαρος, πέτρα δὲ dαξιδεύει (προϋπόθεσις ἐνὸς γεγονότος εἶναι ἓν ἄλλο) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὅταν γείρῃ τοὺ σαμάρ’, τότι φαίνουντ’ οἱ πληγὲς (ἐπὶ ἐλαττωμάτων τὰ ὁποῖα άποκαλύπτονται δοθείσης εὐκαιρίας) Μακεδ. (Καταφύγ.) Γιˬὰ νὰ κόβῃ δρόμο ἡ βάρκα, λίγο ἣ πολὺ θὰ γέρνῃ (ὁ θέλων νὰ ἐπιτύχῃ εἰς τὸν βίον, ὑποχρεοῦται νὰ προβαίνῃ εἰς ὑποχωρήσεις) Κεφαλλ. Ἔτσι γείρει τὸ δέdρο, ἔγειρε (ἐπὶ τοῦ δυσιάτου τῶν νόσων κατὰ τὸ γῆρας) αὐτόθ. Ὅπου φυσᾷ ὁ ζέφυρος, ἂς γέρνῃ καὶ ἡ πρῷρα (πρέπει νὰ φερώμεθα κατὰ τὰς περιστάσεις) Ἰ.Βενιζέλ., Παροιμ.2 225, 715) || ᾌσμ. Κουντούλα, νουστιμοῦλα. γέρ’ ἡ κουρφάδα σου κὶ πχο͜ιὸς θὰ τὴ γλιντήσῃ τὴν οὐμουρφάδα σου; Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Νὰ βgῇ ἡ κόρη λεμονιˬὰ κι ὁ νέος τσυπ-αρίσ-σι κάθε Λαμbρὴν gαὶ Κερgακή. κάθε καλὴν ἡμέρα νὰ γέρνῃ ὁ τσυπ-πάρισ-σος πάνω ’ς τὴν νεραζ-ζούλ-λdα Κῶς (Πυλ.) ᾿Εγεῖραν τὰ ’κονίσματα καὶ σβῆσαν τὰ καdήλιˬα Κρήτ. - Ποιημ. Κ’ ἐκεῖθε ποὺ διˬαβαίνουνε, ξαφνίζονται τὰ δέντρα καὶ γέρνουνε νὰ τὸν ἰδοῦν κ’ ἐκεῖνος πάντα φεύγει Ἀ.Βαλαωρ., Ἔργα 2, 114. Ταπεινότατα σοῦ γερνει | ἡ τρισάθλια κεφαλή σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει | κ’ εἶναι βάρος του ἡ ζωὴ Δ.Σολωμ., 4. Ἡ σημ. καὶ παρ’ Ἐρωτοκρ. Β 1578 (ἔκδ. Σ.Ξανθουδ.) «ὁ καβαλλάρης ἤγερνε σὲ μιˬὰ μεριˬὰ κ’ εἰς ἄλλη». Συνών. ἀποκλίνω, βαγίζω Α1, βαρῶ 5, κλίνω, σκύβω. β) Κυρτοῦμαι, γηράσκω Θρᾴκ (Μάδυτ.) Κρήτ. Κύπρ. Μῆλ. Στερελλ. (Ἀχυρ. Φθιῶτ.): Ἔγειρι πιˬὰ (ἐκαμπούριˬασε) Μάδυτ. Γέρ’ τοὺ κουρμί τ᾿ς Φθιῶτ. Ἔγειρι τοὺ κουρμί μ᾿ τώρα ἰμένα (ἐγήρασα) Ἀχυρ. Ἔγειρε πκιˬὸν Κύπρ. Παράκαιρα ἔγειρε ὁ κακόμοιρος Μῆλ. || ᾎσμ. ’Σ τοὺς ἐξήdα καbουρώνει, τὰ ραβδιˬά dου συμμαζώνει, ’ς τσ’ ἑβδομήdα γέρνεται κιˬ ὀρνιθοτυφλώνεται, ᾿ς τσ’ ὀγδοήdα δὲ φελᾷ, μόνο τὸ ψωμὶ χαλᾷ (ἐπὶ τῶν ὑπερβαινόντων τὸ ἑξηκοστὸν τῆς ἡλικίας των) Κρήτ. Συνών. καμπουριˬάζω, λυγίζω γ) Ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων ἢ ἐπὶ τῆς μεταβολῆς τοῦ χρόνου τῆς ἡμέρας ἀπὸ τοῦ ἀπογεύματος, κλίνω πρὸς τὴν δύσιν, δύω κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.): Ἔγειρ’ ὁ ἥλιˬος κοιν. Ἔγειρι οὑ ἥλιˬους κοιν. βορ. ἰδιωμ. Ἤειρεν ὁ νήλιος, ὅπου κιˬ ἂν εἶναι θὰ βραδυˬάξῃ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὁ ἥλιˬος ἄγειρε Κύθηρ. Ἔγιˬουρε ὁ ἥλιος Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.) Γέρ-ρει ὁ ἥλιˬο Μπόβ. Ἔγειρ’ οὑ ἥλιˬους, εἶνι λειδ’νὸ Στερελλ. (Ἀράχ.) Μόλις γείρῃ ὁ ἥλιˬος, ξεζεύουμε τὰ βόιˬδιˬα Πελοπν. (Κλειτορ.) Ἔγειρι τοὺ φιγγάρ’ κὶ σὶ ’γάκ’ θὰ ξημιρώσ’ Εὔβ. (Ἀγία Ἄνν.) Γέρνουντα τοὺ φιγγάρ’ (καθ’ ἣν ὥραν ἡ σελήνη ἔκλινε πρὸς τὴν δύσιν) Στερελλ. (Παρνασσ.) Τὸ φενgάρι ἄρτε ἔγειρε, πρίτα νὰ γείρῃ, ἔλαμbε (τὸ φεγγάρι τώρα ἔδυσε, πρὶν νὰ δύση, ἔλαμπε) Μπόβ. Σὰ γείρ’ οὑ ἄστερας (ὅταν ἡ ᾽Αφροδίτη κλίνῃ πρὸς τὴν δύσιν) αὐτόθ. Ἔγειραν τὰ ἄστριˬα (ἐβασίλευσαν τὰ ἄστρα, ἐξημέρωσε) Πελοπν. (Λάστ.) Ἔγειραν τὰ σημάδιˬα (ὁμοίως) αὐτόθ. Ἅμα ἔγειρ’ ἡ νύχτα, ἐλάλησ’ ὁ κόκορας Πελοπν. Ἀρκαδ. Ἔγειραν τὰ μεσάνυχτα (παρῆλθον τὰ μεσάνυκτα) Κύπρ. Ἤειρεν τὸ μεσημέρι κιˬ ἀκόμα νὰ πιˬάσῃ δουλε͜ιὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γέρνει ἡ μέρα (βαίνομεν πρὸς τὸ ἀπόγευμα) Ἀστυπ. Ἔγειρ᾿ ἡ μέρα (εἶναι ἁπόγευμα) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Γερμέν’ ἦταν ἡ μέρα Σίφν. Τῆν. Ἤγειρεν ἡ μέρα Κάλυμν. Ἥειρεν ἡ μέρα καὰ καὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. Τσάκισ’ ἡ μέρα. ᾿Εγεῖραν τ᾿ ἀπόσκιˬα (ἔλαβε κλίσιν ὁ ἤσκιˬος, εἶναι ἁπόγευμα) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἔγειραν τὰ ἥσκιˬα Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) || ᾌσμ. Θωρῶ τὸν ἥλιˬο πού ’γειρε καὶ πάει νὰ βασιλέψῃ Ρόδ. Πέντε φορὲς λ-λιοθυμῶ, κυρά μου, τὴν ἡμέρα, δυˬὸ τὸ πωρνό, δυˬὸ τὰ βραδὺ καὶ μιˬά, σὰ’ γείρ’ ἡ μέρα Κάρπ. Γεῖραν τ’ ἀπόσκιˬα, γείρανε, Λελούδα μ᾿, ’ς τὴν αὐλή σου. Πελοπν. (Σουδεν.) Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Παστὼρ φίδος στ. Ε 570 (ἔκδ. Σουμμ.) «τὸν ἥλιον καθαρώτατα πῶς ἔγειρε θωρεῖτε». 2) Κλίνω καὶ πίπτω, καταπίπτω Εὔβ. (Βρύσ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ.) Κύπρ. Λέσβ. Μακεδ. (Νιγρίτ.) Στερελλ. (Περίστ.): Τοὺν ἐζόρουξι κ’ ἔγειρι Σουφλ. Τοὺν ἕσμπρουξι κ’ ἕγειρι αὐτόθ. Θὰ γείρ’ς ἀπ’ αὔτ’ Ἀδριανούπ. Θὰ σοῦ κόψου κἀμμιˬὰ ματσ’κιˬά. π’ θὰ γείρ’ς κεῖ πέρα Περίστ. Ὥσπου νὰ φουρτώσ’, μ᾽ ἕγειραν ὅλα τὰ πράματα κὶ τὰ ξαναφόρτουσα Νιγρίτ. Ἔγειρε τὸ κάρο (ἀνετράπη) Βρύσ. || ᾌσμ. Γιˬὰ δὲς κουdάρ’ ποὺ ἕγειρι κρουμμύδιˬα φουρτουμένου κὶ βρουdισμὸ δὲν ἕβγαι, γιˬατ᾿ ἦταν σαπισμένου (ἐκ μοιρολ. εἰς θάνατον ἀσήμου ἀνδρὸς) Λέσβ. Βάλ-λει τῶν ἁπ-παρκῶφ-φωνὴν τῶν ἐνενηνταπέντε. ὅσοι ἑξέραν πόλεμο ἐγέρνα τ’ ἐψοφοῦαν ταὶ κἄτι μικροπούλαρα γαῖμαν ἐκατουροῦαν Κύπρ. β) Ἀποθνῄσκω Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Κύπρ: Πάει, ἔγειρ’ οὑ παππού’ς Πλατανοῦσ. Ἄμα γείρῃ ὁ τύρης, ἓν νὰ κληρονομήσῃ πολὺ μ-μάλιν (μάλιν = περιουσίαν) Κύπρ. Ἅμα--ἕγειρεν ὁ τύρης τους, ἐδκιˬακονῆσαν οὕλοι τους (ἐδκιˬακονῆσαν = ἐζητιάνευον) αὐτόθ. 3) Κατακλίνομαι πρὸς ἀνάπαυσιν, ἐφησυχάζω πολλαχ. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.): Εἶμαι κουρασμένος, πά’ νὰ γείρω ’ς τ’ ἀνώι Κεφαλλ. (Κουβαλᾶτ.) Ἦμαν ἀπουσταμένους κ’ ἤγειρα λιγά’ Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ἤγειρε μ-bάλι πάνω ’ς τὴ σενdούκα ν-ταὶ ’ποτσοιμήθη Ἀστυπ. Μόλις ἔγιˬουρα νὰ κοιμηθῶ ’δῶ χάμου Πελοπν. (Ξηροκ.) Ἅμ-μα χτύπησεν ἡ πόρτα͵ ’γὼ ἤμουν γερμένος Κῶς (Καρδάμ.) Ἔγειρα καὶ τὸν ἐπῆρα (ἐκοιμήθην) Πελοπν. (Μάν.) Ἤειρα ’ς τὴ gλίνη Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὅτ’ ἔγειρα (μόλις ἐξηπλώθην) Σάμ. Δὲ γέρνει ’ς τὸ παραγώνι; Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἔγειρεν ἐκειδὰ (κατεκλίθη, ἐξηπλώθη) Σύμ. Γεῖρ’ νὰ τσ’μηθῇς Στερελλ. (Ἀράχ.) ’Εγύρτσε τσ’ ἔκιˬουβε (ἔκλινε, ἔπεσε καὶ ἐκοιμήθη) Χαβουτσ. Γείρω ᾿μα ’ς τὸ ἕνα τὸ πλευρέ, γεῖρκα κὰ κασήου (γέρνω εἰς τὸ ἕνα πλευρό, ἔγειρα νὰ κοιμηθῶ) αὐτόθ. Θὰ γείρου νὰ πλαιˬάσου νιˬὰ ’χούλα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Θὰ γείρου νὰ κλείσου τὰ μάτιˬα μ’ κἀμμιˬὰ οὑρίτσα Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἐκεῖ πὄγειρι, ἦταν μιˬὰ λαγήσιˬα φουλιˬὰ Θρᾴκ. (Σουφλ.) Στερνὰ γεῖραν σὲ μιˬὰ κάμαρη νὰ κοιμηθοῦν Κ.Πασαγιάνν., Παραμύθ. 15 || ᾌσμ. Νεραντζιˬὰ μὲ τ’ ἄνθη καὶ μὲ τὸν ἀνθό, στρῶσε μου νὰ γείρω, ν’ ἀποκοιμηθῶ Πελοπν. (Μαντίν.) Πῆρα τὴ gάπα κ᾿ ἔγειρα γιˬὰ νὰ σ’ ἀλησμονήσω κιˬ ὁ πόνος σου δὲ μ᾽ ἄφησε τὰ μάτιˬα μου νὰ κλείσω Ἤπ. Τ’ ὁ δράκος ἔσ-σω ’ὲν ἦταν, ἦταν εἰς τὸ τυνήιν ταὶ βρίστσει πέτραρ ριζιμιˬὰν ταὶ γείρνει ταὶ καθίζει Κύπρ. Καὶ γεῖρε ν᾿ ἀποκοιμηθῇς, λίγον ὕπνον νὰ πάρῃς Στερελλ. (Ἀράχ.) Συνών. βαγίζω Β2, ξαπλώνω, πέφτω, πλαγιˬάζω. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Ριμάδ. κόρ. στ. 619 (ἔκδ. Pernot) «Ἡ λυγερὴ ἐκ τη ραθυμιὰν ἤτονε χρειὰ νὰ γείρη». β) Ἀποκοιμοῦμαι, κοιμοῦμαι πολλαχ.: Ἔγειρα λιγάκι τὸ μεσημέρι πολλαχ. Ἐπῆεν νὰ γείρῃ Σύμ. Ἔχεις μέρος νὰ γείρω ἀπόψε; Χίος. Μὲ τὰ πολλὰ πιˬὰ τὴν ἐκατάφερεν τὰ μεσάνυχτα κ’ ἐπῆγεν κ’ ἤγειρε Χίος (Καρδάμ. ) Ἰδῶ γέρνου τὰ βράδυˬα ’ς τ’ ἀμπέ’ Στερελλ. (Ἀράχ. ) Ἰγὼ θὰ γείρου κἀμμιˬὰ ὥρα, εἶμι ἀύπνουτους δυˬὸ βραδυˬὲς τώρα Θεσσ. (Ἀνατολ.) Ἐλᾶτι νὰ γείρουμι Στερελλ. (Παρνασσ.) Ἴγειρα λίγου Μακεδ. - Δὲν πᾷς νὰ γείρῃς, βρὲ κορίτσι; Γιˬὰ μένα κάθεσαι; Π.Νιρβάν., Συναξάρ., 29 Τρῶνε καὶ γέρνουν! Τί γλυκὸς ὕπνος! Δ.Λουκόπ., Γεωργ. Ρούμελ, 243. || ᾎσμ. Μὲ πῆρ’ ὁ ὕπνος κ᾿ ἔγειρα ’ς τοῦ καραβιˬοῦ τὴν πλώρη καὶ ἦρθε καὶ μὲ ξύπνησε τοῦ καπετάνιˬου ἡ κόρη πολλαχ. 4) Κάμνω ἢ λαμβάνω στροφήν, στρέφομαι, πολλαχ. καὶ Τσακων.: Ἔγειρε ἀπὸ τ’ ἄλλο πλευρὸ πολλαχ. Ἔγιˬουρε κατὰ τὸ ποτάμι Πελοπν. (Ξηροκ.) Ἔγειρα ᾿κεῖ ’ς τοὺ ρίζουμα (κατηφόρισα) Ἤπ. (Καταρρ.) Γείρ’τι νὰ σᾶς κιράσουμι ἓνα κρασὶ Στερελλ. (Ἀράχ.) Γείρω ᾿μα ᾿ς τὸ ἕνα πλευρὲ (γέρνω ’ς τὸ ἕνα πλευρὸ) Τσακων. Γεῖρε ὁπᾶ νὰ ’ρᾶρε πέρ’ ἔν᾽ παίου (στρίψε πρὸς τὰ ἐκεῖ νὰ δῇς ποῖος ἔρχεται) αὐτόθ. Ἐγείρκαϊ κάτου τὰ χκηνὰ (ἐστράφησαν, ἔλαβον κατεύθυνσιν πρὸς τὰ κάτω αἱ αἶγες) αὐτόθ. Τὸ βόιˬδι δὲ γιˬούρνει πίσω Πελοπν. (Ξηροκ.) || ᾌσμ. Ταὶ μέσ’ ’ς τὸ στρῶμα ἔγειρε ταὶ πάλι ἀποκοιμᾶται ταὶ μέν’ τ’ ἀγαπημένου της πάντοτε ἀνθυμᾶται Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Διήγ. παιδιοφρ. στ. 950 (ἔκδ. G. Wagner, σ. 174) Καὶ ἂν νυστάξῃς πάμπολλα καὶ κοιμηθῇς βαρέα, ἀλλοὶ ᾿ς ἐσὲν κακότυχον, πῶς θέλεις ἐξεστρέψει, νὰ γείρῃς ἐξανάσκελα, νὰ πέσῃς ἄνω κάτω καὶ Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. στ. 2723 (ἔκδ.G. Wagner, σ. 318) «Γέρνω, θωρῶ τὸν Λύβιστρον, ἐπέρασε κ’ ἐκεῖνος». Συνών. γυρίζω, στρίβω. β) Κάμνω ἤ λαμβάνω στροφήν, ἐπιστρέφω Ἤπ. Ρόδ. Στερελλ. (Ἀράχ. Παρνασσ.) Τσακων. (Πραστ.) -Κ.Πασαγιάνν., Μοσκ., 43, 72: Γεῖραν πίσου ᾿ς τοὺ χουριˬὸ Ἀράχ. Ἔειρεν εἰς τὸ κεπούλ-λdιν του Ρόδ. Γείρουρ ἔνι (ἐπιστρέφω) Πραστ. - Μιˬὰ καὶ δυˬὸ οἱ χωρικοὶ γέρνουν πάλι ’ς τὸ χωριˬὸ Κ.Πασαγιάνν., Μοσκ. 48. Παίρνει ἡ καψο-Ζαχαρούλα ἀλεύκαντο τὸ παννὶ καὶ γέρνει μάτα ’ς τὸ χωριˬὸ αὐτόθ., σ. 72. || ᾎσμ. Ἄν κάτσω Μάη καὶ Θεριστὴ κιˬ ὅλον τὸν Ἁλωνάρη κιˬ ἀπέκε͜ια πάω ’ς τὸν τόπο μου, γέρνω ’ς τοὺς ἐδικούς μου Ἤπ. Συνών. γυρίζω. γ) Κλίνω πρός τινα εὐνοϊκῶς. Κύθηρ. Μακεδ. (Κοζ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παξ. Σάμ.: Τὸ ρέμα τοῦ λαοῦ ἀγέρνα μὲ τὸ Στάη Κύθηρ. Θὰ κλίνου ἀπάν’ ’ς ἓνα πιδὶ κὶ θὰ τ’ τὰ γράψον οὕλα Σάμ. Γέρνει κατὰ τσῆ θυγατερός τσης (εὐνοεῖ μᾶλλον τὴν θυγατέρα της) Παξ. Γέρ’ κατ’ σ’μιθιρὰ (γέρνει κατὰ τὴν συμπεθεράν, κλίνει, διάκειται εὐμενῶς πρὸς τὴν συμπεθέραν. εἰρωνικῶς) Κοζ. ᾽Εκεῖ ποὺ νο͜ιώθει κἀνεὶς τὸ συφέρο dου, ἐκεῖ ᾿έρνει κιˬόα Ἀπύρανθ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Διγεν. Ἀκρίτ. στ. 481 Esc. (ἔκδ. Trapp, σ. 130) «ποτὲ μηδὲν ὀκνεῖτε... μὴ νύκταν μηδ’ ἡμέραν | ὡς διὰ γείρω ἐγλήγορα ὡς διὰ τὴν ποθητὴν μου». Συνών. βαγίζω Γ1, κλίνω. 5) Στρέφομαι καὶ φεύγω, ἀπομακρύνομαι, φεύγω, ἐξαφανίζομαι Εὄβ. (Ἄκρ.) Ἤπ. (Καταρρ. Πλατανοῦσ.) Θεσσ. (Ἀϊβάν.) Κρήτ. (Ἀχεντρ.) Κύθηρ. Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Μάν. Ξηροκ. Παπούλ. Χαντζ.) Ρόδ. Σίφν. Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀνατολ. Φθιῶτ.): Τώρα! ἔγειρι, δὲ dοὺ προυφτά’ς Ἄκρ. Ἔγειρι κεῖθ’ ἀπ’ τὴ ρά’ Ἀϊβάν. Ἄγειρε ὕστερα ’ς ἕνα καdούνι Κύθηρ. Ἔγειρα! Τσάκω με (ἀπεμακρύνθην, ἔφυγα, πιάσε με) Ἀνδρίτσ. Παππούλ. Ἔγειρεν ᾿ς τὸ χωριˬὸ (ἔφυγεν, ἐπῆγεν εἰς τὸ χωρίον) Ρόδ. Ἔγειρε μέσα ’ς τὸν πευτσιˬὰ τσαὶ γιˬὰ τοῦτο δὲ φαίνεται Σκῦρ. Ἔγιˬουρε κατὰ τὸ ποτάμι Ξηροκ. Ἔγειρ’ οἱ Κώτσιˬους ’ς τὴ ρά’ Πλατανοῦσ. Ὁ Ἰαννᾶς ἤγειρε ἐπὰ ’ς τὸ καμπαναρε͜ιὸ (ἐστράφη, ἔκαμψε τὸ καμπαναρεῖον) Σίφν. Ἅμα γέρνῃς τὸ βουνόν, ἕν’ νὰ δῇς τὸ χωρκὸν Κύπρ. Ἔγειραν κά’ τοὺ Καρπινήσ’ (ἐστράφησαν, ἔφυγαν διὰ τὸ Καρπενήσι) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Πῆραν τοὺ ντουρὸ κὶ τοὺν εἶδαν σὶ νιˬὰ ρά’ ’πὄγιρνι Αὶτωλ. Τοὺ βράδ’ ἔγειραν, χάθ’καν αὐτόθ. Ἤχασα μιˬὰ γεροdοπροβατῖνα καὶ κατέχω ποῦ ’ναι γερμένη Ἀχεντρ. Δὲ gάνει τὸ μεροκάματό dου ’να φράgο, ἤειρε g’εὐτὸς τὸ gατήφορο Ἀπύρανθ. Ἐγείρτσε πάνου, ὄ νι ὀροῦ νι πλέα (ἐστράφη, ἔφυγε πρὸς τὰ ἐπάνω, δὲν τὸν βλέπω πλέον) Τσάκων. || ᾌσμ. Μ’ ἄ’ δὲ σὲ πάρω μιˬὰ βραδυˬὰ ’νὰ γείρωμε ’ς τὰ ὄρη.νὰ πάῃ ἡ μάννα σου νὰ βρῇ τὴ gλίνη δίχως κόρη Κρήτ. Χάρε, γιˬὰ γεῖρ’ ἀπ’ τὸ χωριˬό, γεῖρ’ ἀπ’ τοὺς καφενέδες͵ νὰ κάτσουνε οἱ ἄρχοντες, νὰ πάρουν τὸ gαφέ τους (ἐκ μοιρολ.) Μάν. Γ) Μέσ. Ἐγείρομαι, σηκώνομαι Ἀπουλ. (Καλημ.) Βιθυν. (Κουβούκλ.) Θρᾴκ. (Βιζ. Σαμοκόβ.) Καλαβρ. (Βουνὶ Κοντοφ. Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ.) Κάρπ. Κρήτ.: Δὰ γείρω νὰ σ’ ἀνοίξω Κρήτ. Ταχιˬὰ γέρτηκα σήμερα καὶ τάγισα τὶς κόττες Βιζ. Γέρκαμα πουρνό-πουρνὸ Κουβούκλ. Ἦμ-μον gαθίονdα, πόι ἐγέρτηνα (= εἶχα καθήσει, ἔπειτα ἐσηκώθην) Βουνί. Τσουμᾶται καλὰ τσαὶ γέρρεται κάλλιˬο (= κοιμᾶται καλὰ καὶ ξυπνᾷ καλύτερα) Γέρρομαι τὴμ bουρ-ρή, ἂν ἐζ-ζήω (θὰ ἑγερθῶ τὸ πρωί, ἂν ζήσω) αὐτόθ. Αὔριμ bουρ-ρὸ ἔχω νὰ γερτῶ σύρμα, νὰ κοινίω τ’ ἀλεύρι, νὰ κάμω τὸ τσωμὶ (= αὔριο πρωὶ πρέπει νὰ σηκωθῶ ἐνωρίς, νὰ κοσκινίσω τὸ ἀλεύρι, νὰ κάμω τὸ ψωμὶ) Μπόβ. Μὴ ἀπομηθᾶτε, γειρᾶστε (= μὴ κοιμηθῆτε, ἐγερθῆτε) αὐτόθ. Ἐμεῖ gερ-ρόμεστε τσαὶ πᾶμε (σηκωνόμεθα καὶ πηγαίνομεν) αὐτόθ. Ἐγέρτηνα, ἄρτε χερών-νω νὰ κάμω τὲδ-δουλεῖε (ἐσηκώθην, τώρα ἀρχίζω νὰ κάνω τὶς δουλε͜ιὲς) αὐτόθ. || Παροιμ. Τί τσουμᾶται μὲ παιdία γέρ-ρεται κατουρημένο (ὅποιος κοιμᾶται μὲ παιδιˬὰ σηκώνεται κατουρημένος) αὐτόθ. || ᾌσμ. Πῶς νὰ γερτῶ, ἀουρίδι μου, ἀποὺ τὴν ἀgαλιˬά σου Κάρπ. Μά, ὡς τὸ εἶδιˬα, ἐξεπάστηκα, ἐξύπνησα κ’ ἠγέρτην κ’ ἐπόμεινα μὲ τὴν χαράν, χωρὶς νὰ πάρω χάριν αὐτόθ. Γέρνετ’ ὁ δράκος, τὸ θεριˬό, τὸ Γιˬάννη γιˬὰ νὰ φάῃ, νὰ φά’ ἐμὲ τὸ μοναχό, τσῆ μάννας τὸ καμάρι Κρήτ. Ἀγε͜ιούρ’ ἀγε͜ιούρ’, μαννίτζα μου, ἀγε͜ιοὺρ’ νὰ πᾶμ’ ἀπέσω (σήκω, ἐγείρου, μαννούλα μου) Ἀνακ. Σινασσ. β) Ἀναρρωνύω, ἀναλαμβάνω Τσακων.: Ἔνι γειρτὲ ὁ Νιχάλη ἀπὸ τὰν ἄ βοά ὴ ᾽ ἔμα ἔχου ὁρατὲ (ἔχει ἀναλάβει ὁ Μιχάλης ἀπὸ τὴν ἄλλη φορὰ ποὺ τὸν εἶχα ἰδῆ) Ἅμα φάῃ κὰ γκἀένα, ὰν οὕρα ἔνι γείρου (ἅμα φάη καλὰ κἀνείς, ’ς τὴν ὥρα ἀναλαμβάνει δυνάμεις) αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. στ. 2459 (ἔκδ. Δ.Μαυροφρύδ., σ. 414) «γείρεστε καὶ ἂς ὑπαγαίνωμε, μὴ ἀργοῦμεν τὸν καιρόν μας» καὶ Γ.Χορτάτζ. Ἐρωφίλ. Ἀφηγ. στ. 61 (ἔκδ. Σ.Ξανθουδ., σ. 2) «γιˬατὶ ὅσες θέλου ταραχὲς κι ἀνέμοι νὰ ᾿γερθοῦσι». Συνών. γιˬερεύω, ξεγιˬερεύω, ξεγυρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/