ἀναξερνῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναξερνῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναξερνῶ, ἀνεξερῶ Πόντ.(Οἰν.) ἀναξερῶ Μεγιστ. Πόντ.( Ἀμισ. Οἰν.) ἀναξερνῶ Ἀθῆν. Κρήτ. Κύπρ. Σῦρ κ. ἀ. ἀνεξερνῶ Ἄνδρ. Α.Κρήτ. κ. ἀ. ἀνιξιρνῶ Ἴμβρ. ἀναξιροῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀναξιινῶ Σαμοθρ. ’νεξερῶ Καππ. (Σινασσ.) ’ναξερῶ Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ξερνῶ.
Σημασιολογία
1) Κάμνω ἐμετόν, ἐμῶ ’Αθῆν. Ανδρ. Καππ.(Σινασσ.) Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγιστ Πόντ (᾿Αμισ. Οἰν.) : Τὸ κωπέλλι ὅλο ἀναξερνᾴ Κρἠτ. Φρ.‖ Νὰ σὲ ἀναξεράσῃ ἑφτὰ φορὲς ἡ γῆς! (νά μὴ διαλυθῇς ἐν τῷ τάφῳ, ἀλλά νὰ βρικολακιάσῃς! ’Αρὰ) ᾿Αθῆν. Ποῦ νὰ τὸν ἀνεξερνᾴ ἡ γῆς! Ἄνδρ. Ἡ μαύρη γῆ νὰ σ’ ἀνεξεράσῃ! Α.Κρήτ. Μετοχ. ἀναξερασμένος! (ὑβριστικῶς) ’Αθῆν.‖ ᾎσμ. Ἀπ’ ἀγαπήσῃ κιˬ ἀρνηστῇ καὶ τάξῃ καὶ γελάσῃ ἑφτὰ βολὲς ἡ μαύρη γῆς νὰ τὸν ἀναξεράσῃ Κρήτ. 2) ᾿Εκβάλλω, ἀναδίδω Κρήτ. Σύμ.: Νὰ χιˬονίσῃ, ν᾽ ἀναξεράσῃ ἡ γῆς τὸ νερὸ Κρήτ. Ὁ κόρφος ἀναξέρασε τὴ βροχὴ Σύμ. β) Ἀναδίδω ὑγρασίαν, ἐξιδρῶ Ἴμβρ. Κύπρ.: Τὰ μάρμαρα ἀναξερνοῦν Κυπρ. Τ᾽ ἀντε͜ιόν ποῦ ἀναξερνᾴ κρυανίσκει τὸ νερὸ αὐτόθ. Συνών ἀζουδιˬῶ, ἀναδίνω Α 3, ἀναδοτῶ 1, ἀναζουδιˬῶ, ἀναλείχω 3, ἀναλιγδιάξω 1 Πβ. ἀναλυσιˬάζω 2. 3) Ἀναδίδω χρῶμα Κρήτ. Σαμοθρ. : Μὴ βάνῃς τσοὶ κάρτσες μὲ τ᾿ ἀσπρόρρουχα, γιˬατὶ ἀναξερνοῦνε καὶ τὰ κάνουνε ἐλεεινὰ Κρήτ. ᾿Αναξιάσαν τὰ κιd’μἐνα τὰ μαξ’λλάριˬα κι᾿ βάψαν γούλα τὰ ᾿ούουχα (ροῦχα). 4) Ἐμφανίζω, παρουσιάζω κηλῖδα Κρήτ. Σῦρ.: Ἔπλυνα τό μπόι μου γιˬὰ νὰ φύγουν οἱ λεκέδες, μὰ ’κεῖνο πάλι ἀναξερνᾴ Σῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA