-άρι (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
-άρι (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Παραγωγική κατάληξη
Τυπολογία
-άρι (ΙΙ) κατάλ. παραγωγικὴ κοιν. -άριν πολλαχ. -άρ᾿ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. -άρι Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς μεταγν. καὶ μεσν. καταλ. -άριον, αὕτη δὲ ἐκ τοῦ Λατιν. –arium, οἷον: armarium-ἀρμάριον, calendarium–καλανδάριον, cellarium–κελλάριον, maxillarium–μαξιλλάριον, mularium–μουλάριον, panarium–πανάριον κττ. Ἱδ. ΓΧατζιδ. Γλωσσολ. Μελέτ. 1,218 κἑξ., SPsaltes Grammat. byzant. Chron. 279 καὶ ΠΦουρίκ. ἐν Λεξικογρ. ’Αρχ. 6 (1923) 421.
Σημασιολογία
Δι' αὐτῆς σχηματίζονται οὐσιαστικὰ 1) ’Εξ ὀνομάτων καὶ ρημάτων δηλοῦντα τὸ ὄργανον ἢ παρεμφερὲς τι, οἷον: ἁγίασμα-ἁγιˬασματάρι, ἀθράκα-ἀθρακάρι, ἁλάτι-ἁλατάρι, ἀναβρυτὸ-ἀναβρυτάρι, ἀναπάψιμο-ἀναπαψιμάρι, ἀνοίγω-ἀνοιγάρι, ἀπολυτὸς-ἀπολυτάρι, ἀποξύνω-ἀποξυστάρι, ἀρμέγω-ἀρμεγάρι, ἁρπάχτης-ἁρπαχτάρι, κρεμαστὸς-κρεμαστάρι κττ. 2 ) Ἐξ οὐσ. καὶ ἐπιθ. καὶ ρημάτων δηλοῦντα οἰονεὶ πλησμονὴν τοῦ πρωτοτύπου ἢ παρεμφερὲς τι, οἷον: ἀποκευὴ -ἀποσκευάρι, ἀποστάτης -ἀποστατάρι, γεμᾶτος - γεματάρι, θροφὴ - θροφάρι, κεφαλή - κεφαλάρι, μακρύνω - μακρυνάρι, βαλάνι - βαλανάρι. 3) 'Εξ ἀριθμητικῶν δηλοῦντα ποσόν, οἷον: δέκα - δεκάρι, εἴκοσι – εἰκοσάρι, πενήντα – πενηντάρι κττ. 4) ᾿Εκ ρημάτων ἢ ρηματικῶν οὐσιαστικῶν δηλοῦντα οἱονεὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐνεργείας, οἷον: ἀπόλυσι-ἀπολυσάρι, ἀπομένω-ἀπομεινάρι, ἀποστροφὴ ἢ ἀποστρέφω–ἀποστροφάρι, ἀπογεννῶ-ἀπογεννάρι κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA