γεροβασιλιˬὰς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροβασιλιˬὰς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροβασιλιˬὰς ὁ, σύνηθ. γιρουβασ’λιˬὰς σύνηθ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γέρος καὶ βασιλιˬάς.

Σημασιολογία

1) Βασιλεὺς γηραιὸς τὴν ἡλικίαν σύνηθ. 2) Εἶδος παιδιᾶς, καθ’ ἢν μεταξὺ ὁμάδος παιδίων, κρατουμένων κύκλῳ διὰ τῶν χειρῶν, τὸ ὑποδυόμενον τὸν «γεροβασιλιὰ» ὑποκρίνεται τὸν κατάκοπον καὶ πεινῶντα, πληροφορεῖται ὅμως ἐκ μέρους τῶν συμπαικτῶν του ὅτι οὔτε ἄρτος οὔτε φαγητὸν ὑπάρχει, διότι τὰ ἔφαγεν ἡ «γάττα». Ζητεῖ νὰ μάθῃ τότε ποῦ εἶναι τώρα καὶ ὁ παίκτης, ὀ ὑποδυόμενος την «γάτταν», κρυπτόμενος ὄπισθεν τῶν ἄλλων, ἀρχίζει νὰ νιˬαουρίζῃ. Ὁ «γεροβασιλιὰς» ὁρμᾷ νὰ τὸν συλλάβῃ διὰ νὰ τὸν τιμωρήσῃ, ἐκεῖνος φεύγει τρέχων δι’ ἑλιγμῶν μεταξὺ τῶν κρατουμένων διὰ τῶν χειρῶν παικτῶν καὶ ἡ παιˬδιὰ λήγει διὰ τῆς συλλήψεως καὶ τιμωρίας αὐτοῦ ἢ δι’ ἀποχωρησεως ἕνεκα καμάτου τοῦ διώκοντος Πελοπν (Σιλίμν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/