βουτυρίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτυρίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουτυρίτσα ἡ, Πελοπν. (Λακων.) -Λεξ. Μ’Εγκυκλ. Δημητρ. βουτουρίτσα Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βούτυρο καὶ τῆς ὑποκοριστικῆς καταλ. -ίτσα.
Σημασιολογία
1) Ξύλινος ἐπιμήκης κάδος, ἐντὸς τοῦ ὁποίου γίνεται κατεργασία τοῦ γάλακτος πρὸς παραγωγὴν βουτύρου Πελοπν. (Λακων.)-Λεξ. Μ᾽Εγκυκλ. Δημητρ. Συνών. βούρτσα 4. β, βουτυροκάδη, καδούλλι, τάλαρος. 2) Εἶδος φυτοῦ Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ.).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA