γεροβόσκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροβόσκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροβόσκι τό, Χίος (Πυργ.) γεροβόι Χίος, γεροντοβόι Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βυζαντ. γηροβόσκιον Βλ. Ἐξὴγ. Ἠμπέρ. στ. 227 (ἔκδ. Legrand) «Πάγαινε, τὸ παιδάκι μου, μὰ πάλιν νὰ ’πιστέψῃς | νά ’χωμεν γηροβόσκιον ἐγὼ καὶ ὴ μητέρα». Ὁ τύπ. γεροντοβόι < γεροντοβόσκι δι’ ἐναλλαγῆς τοῦ πρώτου συνδετικοῦ παρὰ τὸν τύπον γέροντας.
Σημασιολογία
Τὸ κτῆμα, τὸ ὁποῖον οἱ γέροντες γονεῖς κρατοῦν πρὸς συντήρησίν των μετὰ τὴν διανομὴν τὴς ὑπολοίπου περιουσίας των εἰς τὰ τέκνα των. Συνών. γεροκόμι, γεροντομοίρι, γεροτρόφι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA